ἀκοσμία: Difference between revisions
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκοσμία''': ἡ, [[ἀκαταστασία]], Πλάτ. Γοργ. 508Α: [[ἀκράτεια]], [[ὑπερβολή]], λόγων, Εὐρ. Ι.Α. 317: - ἐπὶ ἠθικής ἐννοίας, διαγωγὴ ἄτακτος καὶ [[ἀκόλαστος]]. Σοφ. Ἀποσπ. 726· κατὰ πληθ. Πλάτ. Συμπ. 188Β. ΙΙ. [[μεσοβασιλεία]] (ἴδε [[κόσμος]] ΙΙΙ, Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 14. | |lstext='''ἀκοσμία''': ἡ, [[ἀκαταστασία]], Πλάτ. Γοργ. 508Α: [[ἀκράτεια]], [[ὑπερβολή]], λόγων, Εὐρ. Ι.Α. 317: - ἐπὶ ἠθικής ἐννοίας, διαγωγὴ ἄτακτος καὶ [[ἀκόλαστος]]. Σοφ. Ἀποσπ. 726· κατὰ πληθ. Πλάτ. Συμπ. 188Β. ΙΙ. [[μεσοβασιλεία]] (ἴδε [[κόσμος]] ΙΙΙ, Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> désordre, trouble, confusion;<br /><b>2</b> dérèglement, licence.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκοσμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A disorder, Pl.Grg.508a, Ael.Tact.41.2; extravagance, excess, λόγων E.IA317:—in moral sense, disorderliness (with play on κόσμος 11.1), S.Fr.846: in pl., Pl.Smp.188b; αἱ ἀ. τοῦ πλήθους Phld.Hom. p.340. 2 absence of κόσμος, chaos, Dam.Pr.205. II abeyance of κόσμοι, in Crete (κόσμος 111), Arist.Pol.1272b8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοσμία: ἡ, ἀκαταστασία, Πλάτ. Γοργ. 508Α: ἀκράτεια, ὑπερβολή, λόγων, Εὐρ. Ι.Α. 317: - ἐπὶ ἠθικής ἐννοίας, διαγωγὴ ἄτακτος καὶ ἀκόλαστος. Σοφ. Ἀποσπ. 726· κατὰ πληθ. Πλάτ. Συμπ. 188Β. ΙΙ. μεσοβασιλεία (ἴδε κόσμος ΙΙΙ, Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 14.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 désordre, trouble, confusion;
2 dérèglement, licence.
Étymologie: ἄκοσμος.