ἀκραῖος: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκραῖος''': -α, -ον, [[ἄκρος]], [[συχν]]. παρ’ Ἱππ. (ὡς ἐν Ἐπιδ. 1. 954, 3. 1066) καὶ Γαλην. κατὰ πληθ. τὰ ἀκραῖα, τὰ [[ἄκρα]] (τοῦ σώματος), [[ὅπερ]] εὕρηται ἐν τοῖς χειρογράφοις καὶ ἐκδόσεσι σχεδὸν [[πάντοτε]] [[ἄκρεα]]. ΙΙ. ὁ κατοικῶν εἰς τὰ ὕψη, ἐπίθ. τῆς Ἥρας, Εὐρ. Μήδ. 1379· τῆς Ἀφροδίτης, Παυσ. 1. 1, 3., 2. 32, 6· τῆς Ἀρτέμιδος καὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἀκρία]] (ἀναγίνωσκε ἀκραία)· οἱ ἐν ἀκροπόλει θεοὶ ἀκραῖοί [εἰσι] καὶ πολιεῖς, [[Πολυδ]]. 9. 40. | |lstext='''ἀκραῖος''': -α, -ον, [[ἄκρος]], [[συχν]]. παρ’ Ἱππ. (ὡς ἐν Ἐπιδ. 1. 954, 3. 1066) καὶ Γαλην. κατὰ πληθ. τὰ ἀκραῖα, τὰ [[ἄκρα]] (τοῦ σώματος), [[ὅπερ]] εὕρηται ἐν τοῖς χειρογράφοις καὶ ἐκδόσεσι σχεδὸν [[πάντοτε]] [[ἄκρεα]]. ΙΙ. ὁ κατοικῶν εἰς τὰ ὕψη, ἐπίθ. τῆς Ἥρας, Εὐρ. Μήδ. 1379· τῆς Ἀφροδίτης, Παυσ. 1. 1, 3., 2. 32, 6· τῆς Ἀρτέμιδος καὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἀκρία]] (ἀναγίνωσκε ἀκραία)· οἱ ἐν ἀκροπόλει θεοὶ ἀκραῖοί [εἰσι] καὶ πολιεῖς, [[Πολυδ]]. 9. 40. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui est à l’extrémité ; τὰ [[ἀκραῖα]] les extrémités du corps;<br /><b>2</b> qui réside sur les hauteurs, protectrice des sommets (ἀκραία <i>ép. d’Héra à Corinthe</i> EUR, <i>d’Aphrodite</i> PAUS).<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A = ἄκρος, Opp.H.2.395, Tab.Defix.18; ἀκραῖα, τά, extremities, Gal.7.416: Ion. ἄκρεα, τά, Hp.Epid.1.18, Fract.16, Art. 30. II dwelling on heights, epith. of Hera, E.Med.1379, Apollod. 1.9.28; Aphrodite, Paus.1.1.3, 2.32.6; gods whose temples were ἐν ἀκροπόλει, Poll.9.40.
German (Pape)
[Seite 80] α, ον, 1) zur Burg gehörig, θεοί nach Poll. οἱ ἐν ἀκροπόλει, z. B. Ἥρα ἀκραία Eur. Med. 1869, wo der Schol. παρὰ τὸ ἐν ἀκροπόλει ἱδρῦσθαι, vgl. Zenob. 1, 27; andere nach Liv. 32, 23 promontorium Iunonis quam vocant Acraeam, vom Vorgebirge, auf dem sie verehrt wurde. – 2) bei Hippocr. u. Opp. H. 2, 395 = ἄκρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκραῖος: -α, -ον, ἄκρος, συχν. παρ’ Ἱππ. (ὡς ἐν Ἐπιδ. 1. 954, 3. 1066) καὶ Γαλην. κατὰ πληθ. τὰ ἀκραῖα, τὰ ἄκρα (τοῦ σώματος), ὅπερ εὕρηται ἐν τοῖς χειρογράφοις καὶ ἐκδόσεσι σχεδὸν πάντοτε ἄκρεα. ΙΙ. ὁ κατοικῶν εἰς τὰ ὕψη, ἐπίθ. τῆς Ἥρας, Εὐρ. Μήδ. 1379· τῆς Ἀφροδίτης, Παυσ. 1. 1, 3., 2. 32, 6· τῆς Ἀρτέμιδος καὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀκρία (ἀναγίνωσκε ἀκραία)· οἱ ἐν ἀκροπόλει θεοὶ ἀκραῖοί [εἰσι] καὶ πολιεῖς, Πολυδ. 9. 40.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui est à l’extrémité ; τὰ ἀκραῖα les extrémités du corps;
2 qui réside sur les hauteurs, protectrice des sommets (ἀκραία ép. d’Héra à Corinthe EUR, d’Aphrodite PAUS).
Étymologie: ἄκρος.