ἀλυσκάζω: Difference between revisions
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλυσκάζω''': ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ [[ἀλύσκω]], (ἐξ οὗ παραλαμβάνει τοὺς πλαγίους χρόνους), [[ἀποφεύγω]], [[ἐκφεύγω]], μ. αἰτ. ὕβριν ἀλυσκάζειν, Ὀδ. Ρ. 581: ἀπολ., Ἰλ. Ε. 253., Ζ. 443: - Ἐπ. λέξ. παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 10. - Ἐπικός τις ἀόρ. α΄ ἀλύσκασε, Ὀδ. Χ. 330, διωρθώθη ἀλύσκανε (ἐκτεταμένος παρατ. τοῦ [[ἀλύσκω]]) ἐκ τοῦ λεξικοῦ τοῦ Ἀπολλ. καὶ τοῦ Ἁρλ. χειρογρ., ἀλλὰ [[τύπος]] τις ἀλυσκάσσειε διαμένει ἐν Νόνν. Δ. 42. 135., 48. 481, 630. | |lstext='''ἀλυσκάζω''': ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ [[ἀλύσκω]], (ἐξ οὗ παραλαμβάνει τοὺς πλαγίους χρόνους), [[ἀποφεύγω]], [[ἐκφεύγω]], μ. αἰτ. ὕβριν ἀλυσκάζειν, Ὀδ. Ρ. 581: ἀπολ., Ἰλ. Ε. 253., Ζ. 443: - Ἐπ. λέξ. παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 10. - Ἐπικός τις ἀόρ. α΄ ἀλύσκασε, Ὀδ. Χ. 330, διωρθώθη ἀλύσκανε (ἐκτεταμένος παρατ. τοῦ [[ἀλύσκω]]) ἐκ τοῦ λεξικοῦ τοῦ Ἀπολλ. καὶ τοῦ Ἁρλ. χειρογρ., ἀλλὰ [[τύπος]] τις ἀλυσκάσσειε διαμένει ἐν Νόνν. Δ. 42. 135., 48. 481, 630. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />échapper à, éviter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀλύσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
strengthd. for ἀλύσκω (from which it borrows obl. tenses); irreg. opt.
A ἀλυσκάζειε Nonn.D.42.135, al.:—shun, avoid, c. acc., ὕβριν ἀλυσκάζειν Od.17.581: abs., skulk, Il.5.253, 6.443, Orph.A.437; dub. in Hes.Fr.96.94.—Ep. word, used by Cratin. 137.
German (Pape)
[Seite 111] nur praes. u. imperf., für ἀλύσκω, vermeiden, Hom. dreimal, Iliad. 5, 253 οὐ γάρ μοι γενναῖον ἀλυσκάζοντι μάχεσθαι, fliehen; 6, 443 αἴ κε κακὸς ἃς νόσφιν ἀλυσκάζω πολέμοιο, ausweichen; Od. 17, 581 μυθεῖται κατὰ μοῖραν, ὕβριν ἀλυσκάζων ἀνδρῶν ὑπερηνορεόντων; – Cratin. Poll. 10, 33 u. sp. D., z. B. Opp. H. 1, 635.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλυσκάζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἀλύσκω, (ἐξ οὗ παραλαμβάνει τοὺς πλαγίους χρόνους), ἀποφεύγω, ἐκφεύγω, μ. αἰτ. ὕβριν ἀλυσκάζειν, Ὀδ. Ρ. 581: ἀπολ., Ἰλ. Ε. 253., Ζ. 443: - Ἐπ. λέξ. παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 10. - Ἐπικός τις ἀόρ. α΄ ἀλύσκασε, Ὀδ. Χ. 330, διωρθώθη ἀλύσκανε (ἐκτεταμένος παρατ. τοῦ ἀλύσκω) ἐκ τοῦ λεξικοῦ τοῦ Ἀπολλ. καὶ τοῦ Ἁρλ. χειρογρ., ἀλλὰ τύπος τις ἀλυσκάσσειε διαμένει ἐν Νόνν. Δ. 42. 135., 48. 481, 630.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
échapper à, éviter, acc..
Étymologie: ἀλύσκω.