ἀμβλήδην: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμβλήδην''': ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀναβλήδην, [[ὅπερ]] δέν ἀπαντᾷ: (ἀναβάλλομαι) : - [[μετὰ]] αἰφνιδίων ἐκρήξεων, ἀθρόως, ἀμβλ. γόοωσα, Ἰλ. Χ. 476: πρβλ. [[ἀμβολάδην]]. ΙΙ. βραδέως, Ἄρατ. 1070.
|lstext='''ἀμβλήδην''': ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀναβλήδην, [[ὅπερ]] δέν ἀπαντᾷ: (ἀναβάλλομαι) : - [[μετὰ]] αἰφνιδίων ἐκρήξεων, ἀθρόως, ἀμβλ. γόοωσα, Ἰλ. Χ. 476: πρβλ. [[ἀμβολάδην]]. ΙΙ. βραδέως, Ἄρατ. 1070.
}}
{{bailly
|btext=<i>poét. c.</i> [[ἀναβλήδην]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμβλήδην Medium diacritics: ἀμβλήδην Low diacritics: αμβλήδην Capitals: ΑΜΒΛΗΔΗΝ
Transliteration A: amblḗdēn Transliteration B: amblēdēn Transliteration C: amvlidin Beta Code: a)mblh/dhn

English (LSJ)

Adv., poet. for ἀναβλήδην (q. v.):—

   A with sudden bursts, ἀ. γοόωσα Il.22.476.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβλήδην: ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀναβλήδην, ὅπερ δέν ἀπαντᾷ: (ἀναβάλλομαι) : - μετὰ αἰφνιδίων ἐκρήξεων, ἀθρόως, ἀμβλ. γόοωσα, Ἰλ. Χ. 476: πρβλ. ἀμβολάδην. ΙΙ. βραδέως, Ἄρατ. 1070.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἀναβλήδην.