ἀμβλήδην: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμβλήδην''': ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀναβλήδην, [[ὅπερ]] δέν ἀπαντᾷ: (ἀναβάλλομαι) : - [[μετὰ]] αἰφνιδίων ἐκρήξεων, ἀθρόως, ἀμβλ. γόοωσα, Ἰλ. Χ. 476: πρβλ. [[ἀμβολάδην]]. ΙΙ. βραδέως, Ἄρατ. 1070. | |lstext='''ἀμβλήδην''': ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀναβλήδην, [[ὅπερ]] δέν ἀπαντᾷ: (ἀναβάλλομαι) : - [[μετὰ]] αἰφνιδίων ἐκρήξεων, ἀθρόως, ἀμβλ. γόοωσα, Ἰλ. Χ. 476: πρβλ. [[ἀμβολάδην]]. ΙΙ. βραδέως, Ἄρατ. 1070. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>poét. c.</i> [[ἀναβλήδην]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv., poet. for ἀναβλήδην (q. v.):—
A with sudden bursts, ἀ. γοόωσα Il.22.476.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλήδην: ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀναβλήδην, ὅπερ δέν ἀπαντᾷ: (ἀναβάλλομαι) : - μετὰ αἰφνιδίων ἐκρήξεων, ἀθρόως, ἀμβλ. γόοωσα, Ἰλ. Χ. 476: πρβλ. ἀμβολάδην. ΙΙ. βραδέως, Ἄρατ. 1070.
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἀναβλήδην.