ἀκρασία: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκρᾱσία''': ἡ, (ἄκρᾱτος), κακὴ [[μῖξις]], κακὴ [[σύγκρασις]] θερμοκρασίας, ἀντίθ. τῷ [[εὐκρασία]], ἀκρ. ἀέρος, μὴ ὑγιεινὴ [[κατάστασις]] τοῦ ἀέρος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 2, 5· διὰ τὴν ἀκρησίην, τῶν τροφῶν (ἂν μὴ [[ἀναγνωστέον]] ἀκρᾰσίην, = ἀκράτειαν), Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10. | |lstext='''ἀκρᾱσία''': ἡ, (ἄκρᾱτος), κακὴ [[μῖξις]], κακὴ [[σύγκρασις]] θερμοκρασίας, ἀντίθ. τῷ [[εὐκρασία]], ἀκρ. ἀέρος, μὴ ὑγιεινὴ [[κατάστασις]] τοῦ ἀέρος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 2, 5· διὰ τὴν ἀκρησίην, τῶν τροφῶν (ἂν μὴ [[ἀναγνωστέον]] ἀκρᾰσίην, = ἀκράτειαν), Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ας (ἡ) :<br />intempérie.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρατος]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[εὐκρασία]].<br /><span class="bld">2</span>ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[ἀκράτεια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), Ion. ἀκρησίη, ἡ, (ἄκρᾱτος)
A bad mixture, ill temperature, opp. εὐκρασία, ἀ. ἀέρος an unwholesome climate, Thphr.CP3.2.5; διὰ τὴν ἀκρησίην, of meats, Hp.VM7; χυμῶν ἀκρησίαι ib.18.
ἀκρᾰσ-ία (B), Ion. ἀκρᾰ-σίη,
A = ἀκράτεια, Archil.Supp.2.10, Democr. 234, D.2.18, X.Mem.4.5.6, Isoc.15.221 (pl.), Arist.EN1145a16, Men. 544, Ev.Matt.23.25, etc.; βρώσιος Dialex.1.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρᾱσία: ἡ, (ἄκρᾱτος), κακὴ μῖξις, κακὴ σύγκρασις θερμοκρασίας, ἀντίθ. τῷ εὐκρασία, ἀκρ. ἀέρος, μὴ ὑγιεινὴ κατάστασις τοῦ ἀέρος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 2, 5· διὰ τὴν ἀκρησίην, τῶν τροφῶν (ἂν μὴ ἀναγνωστέον ἀκρᾰσίην, = ἀκράτειαν), Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10.
French (Bailly abrégé)
1ας (ἡ) :
intempérie.
Étymologie: ἄκρατος.
Ant. εὐκρασία.
2ας (ἡ) :
c. ἀκράτεια.