ἄμεσος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄμεσος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] μεσολαβήσεως ἑτέρου· ἄμεσα καὶ ἀναπόδεικτα, ἐπὶ προτάσεων ἃς δὲν δύναταί τις νὰ ἀποδείξῃ διὰ συλλογισμῶν τῇ χρήσει τοῦ μέσου ὅρου, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότερα 2. 23, 4., 1. 3, 2, κτλ. Ἐπίρρ. ἀμέσως = [[ἄνευ]] τῆς μεσολαβήσεως πράγματός τινος, [[εὐθύς]], Συλλ. Ἐπιγρ. 9539, Ὀλυμπιόδ.
|lstext='''ἄμεσος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] μεσολαβήσεως ἑτέρου· ἄμεσα καὶ ἀναπόδεικτα, ἐπὶ προτάσεων ἃς δὲν δύναταί τις νὰ ἀποδείξῃ διὰ συλλογισμῶν τῇ χρήσει τοῦ μέσου ὅρου, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότερα 2. 23, 4., 1. 3, 2, κτλ. Ἐπίρρ. ἀμέσως = [[ἄνευ]] τῆς μεσολαβήσεως πράγματός τινος, [[εὐθύς]], Συλλ. Ἐπιγρ. 9539, Ὀλυμπιόδ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />immédiat.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μέσος]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμεσος Medium diacritics: ἄμεσος Low diacritics: άμεσος Capitals: ΑΜΕΣΟΣ
Transliteration A: ámesos Transliteration B: amesos Transliteration C: amesos Beta Code: a)/mesos

English (LSJ)

ον,

   A immediate: ἄμεσα καὶ ἀναπόδεικτα, of propositions that cannot be proved syllogistically by means of a middle term, Arist.APr. 68b30, APo.72b19, etc.; τὰ ἄ. τῶν ἐναντίων direct opposites, Plot.6.3.20. Adv. ἀμέσως immediately, Olymp. in Phlb.p.256 S., Alex.Aphr. in Metaph.162.19, Procl.Inst.30, dub. in Phld. Herc.1251.3. ἀμεσότης, τητος, ἡ, immediacy, Eustr.in APo.176.4. ἀμέσω· ὠμοπλάται, Hsch. (cf. Lat. umerus, Goth. ams-).

German (Pape)

[Seite 122] ohne etwas mittleres, τὰ ἄμ., in der Dialektik, die unvermittelten Gegensätze, Arist. Anal. pr. 2. 23; Luc. hist. conscr. 32. – Adv. -σως, unmittelbar, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμεσος: -ον, ὁ ἄνευ μεσολαβήσεως ἑτέρου· ἄμεσα καὶ ἀναπόδεικτα, ἐπὶ προτάσεων ἃς δὲν δύναταί τις νὰ ἀποδείξῃ διὰ συλλογισμῶν τῇ χρήσει τοῦ μέσου ὅρου, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότερα 2. 23, 4., 1. 3, 2, κτλ. Ἐπίρρ. ἀμέσως = ἄνευ τῆς μεσολαβήσεως πράγματός τινος, εὐθύς, Συλλ. Ἐπιγρ. 9539, Ὀλυμπιόδ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
immédiat.
Étymologie: ἀ, μέσος.