ἀμέλητος: Difference between revisions
From LSJ
γῆ καὶ ὕδωρ πάντ' ἔσθ' ὅσα γίνοντ' ἠδὲ φύονται → earth and water are everything that comes into being and grows, all things that come into being or sprout are earth and water
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμέλητος''': -ον, ὅμοιον τῷ ἀμελὴς ΙΙ, περὶ οὗ δὲν φροντίζει τις, [[ἀνάξιος]] φροντίδος, πόλλ’ ἀμέλητα [[μέλει]] Θέογν. 422. ― Τὸ ἐπίρρ. ἀμελητί, ἐν Λουκ. Τίμ., 12, [[εἶναι]] πιθανῶς ἐσφ. γρ. ἀντὶ ἀμελλητί. | |lstext='''ἀμέλητος''': -ον, ὅμοιον τῷ ἀμελὴς ΙΙ, περὶ οὗ δὲν φροντίζει τις, [[ἀνάξιος]] φροντίδος, πόλλ’ ἀμέλητα [[μέλει]] Θέογν. 422. ― Τὸ ἐπίρρ. ἀμελητί, ἐν Λουκ. Τίμ., 12, [[εἶναι]] πιθανῶς ἐσφ. γρ. ἀντὶ ἀμελλητί. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />dont on ne se préoccupe pas.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμελέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be cared for, unworthy of care, πόλλ' ἀμέλητα μέλει Thgn.422. Adv. ἀμελητί heedlessly, Luc.Tim.12.
German (Pape)
[Seite 121] warum man sich nicht kümmern soll, Theogn. 422.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέλητος: -ον, ὅμοιον τῷ ἀμελὴς ΙΙ, περὶ οὗ δὲν φροντίζει τις, ἀνάξιος φροντίδος, πόλλ’ ἀμέλητα μέλει Θέογν. 422. ― Τὸ ἐπίρρ. ἀμελητί, ἐν Λουκ. Τίμ., 12, εἶναι πιθανῶς ἐσφ. γρ. ἀντὶ ἀμελλητί.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on ne se préoccupe pas.
Étymologie: ἀμελέω.