ἀμέλει: Difference between revisions
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
(6_2) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμέλει''': [[κυρίως]] προστακτ. τοῦ [[ἀμελέω]]· (πρβλ. ἀμέλησον Λουκ. Νεκρ. Δ. 5. 2), = μή σε [[μέλει]], δὲν πειράζει· ἰδίως ἐν ἀρχῇ ἐρωτήσεως, Ἀριστοφ. Νεφ. 877, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 7: - [[ὅθεν]] ΙΙ. ὡς ἐπίρρ. = ἀναμφιβόλως, βεβαίως, χωρὶς [[ἄλλο]], [[μάλιστα]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 368, Νεφ. 488 καὶ ἀλλ., Πλάτ. Φαίδων 82Α καὶ ἄλλ.: [[συχνάκις]] εἰρωνικῶς, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 532. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «[[ἀμέλει]]· διό· [[ἁπλῶς]] [[[καλῶς]]]· [[οὕτως]] οὖν, τοιγαροῦν». | |lstext='''ἀμέλει''': [[κυρίως]] προστακτ. τοῦ [[ἀμελέω]]· (πρβλ. ἀμέλησον Λουκ. Νεκρ. Δ. 5. 2), = μή σε [[μέλει]], δὲν πειράζει· ἰδίως ἐν ἀρχῇ ἐρωτήσεως, Ἀριστοφ. Νεφ. 877, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 7: - [[ὅθεν]] ΙΙ. ὡς ἐπίρρ. = ἀναμφιβόλως, βεβαίως, χωρὶς [[ἄλλο]], [[μάλιστα]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 368, Νεφ. 488 καὶ ἀλλ., Πλάτ. Φαίδων 82Α καὶ ἄλλ.: [[συχνάκις]] εἰρωνικῶς, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 532. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «[[ἀμέλει]]· διό· [[ἁπλῶς]] [[[καλῶς]]]· [[οὕτως]] οὖν, τοιγαροῦν». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impér. de</i> [[ἀμελέω]];<br /><b>1</b> sois sans inquiétude, sois tranquille;<br /><b>2</b> <i>empl. adv.</i> certes, assurément, sans doute. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
properly imper. of ἀμελέω (cf.
A ἀμέλησον Luc.DMort.5.2), never mind, do not trouble yourself, esp. to begin an answer, Ar.Nu. 877, Lib.Decl.20.18:—hence, II as Adv., doubtless, by all means, of course, Ar.Ach.368, Nu.488, al., Pl.Phd.82a, al., X.Mem.1.4.7, Men.Sam.8; freq. ironically, as Ar.Ra.532; freq. in Thphr.Char. to introduce a subject, 13.1, al., or a further point, 2.9, al. 2 for instance, Thphr.Char.6.3, Luc.DDeor.25.1, etc. 3 at any rate, Luc. Nigr.26, Gp.10.2.3. 4 and indeed, Phld.Ir.p.16 W., Str.1.2.34, D.H.Rh.2.2, J.AJ7.4.1; and so, Polyaen.2.22.3, 7.6.4. 5 actually, to give emphasis, Agath.2.3, al.
German (Pape)
[Seite 121] eigtl. imperat. von ἀμελέω, sei unbesorgt, Ar. Ach. 367; dah. allerdings, gewiß, Ar. Nub. 488 Eur. Ion 439; ἀμ. κλαύσεται Eupol. bei Schol. Ar. Vesp. 1263; Plat. Phaed. 82 a u. sonst; Xen. Mam. 1, 4, 7; bes. in Antworten, Nicostr. Ath. XI, 474 b; Philipp. ib. VI, 230 b; Xen. Cyr. 5, 2, 13; oft verb. mit ὥςπερ; auch ironisch, Ar. Ran. 533.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέλει: κυρίως προστακτ. τοῦ ἀμελέω· (πρβλ. ἀμέλησον Λουκ. Νεκρ. Δ. 5. 2), = μή σε μέλει, δὲν πειράζει· ἰδίως ἐν ἀρχῇ ἐρωτήσεως, Ἀριστοφ. Νεφ. 877, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 7: - ὅθεν ΙΙ. ὡς ἐπίρρ. = ἀναμφιβόλως, βεβαίως, χωρὶς ἄλλο, μάλιστα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 368, Νεφ. 488 καὶ ἀλλ., Πλάτ. Φαίδων 82Α καὶ ἄλλ.: συχνάκις εἰρωνικῶς, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 532. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀμέλει· διό· ἁπλῶς [[[καλῶς]]]· οὕτως οὖν, τοιγαροῦν».
French (Bailly abrégé)
impér. de ἀμελέω;
1 sois sans inquiétude, sois tranquille;
2 empl. adv. certes, assurément, sans doute.