ἁλωτός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁλωτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἁλῶναι, ὃν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ ἢ νικήσῃ, Θουκ. 6. 77. ΙΙ. [[ἐφικτός]], κατορθωτός, τὸ δὲ ζητούμενον ἁλωτόν, Σοφ. Ο. Τ. 111· ἁλωτὰ γίνετ’ ἐπιμελείᾳ καὶ πόνῳ ἅπαντα, Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 5. | |lstext='''ἁλωτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἁλῶναι, ὃν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ ἢ νικήσῃ, Θουκ. 6. 77. ΙΙ. [[ἐφικτός]], κατορθωτός, τὸ δὲ ζητούμενον ἁλωτόν, Σοφ. Ο. Τ. 111· ἁλωτὰ γίνετ’ ἐπιμελείᾳ καὶ πόνῳ ἅπαντα, Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> facile à prendre <i>ou</i> à conquérir;<br /><b>2</b> facile à obtenir.<br />'''Étymologie:''' [[ἁλίσκομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A liable to capture or conquest, Th.6.77, Philostr.Im.1.4; ἡδονῇ ἁλωτὸν ἄνθρωπος Ph.2.381. 2 captured, Philostr.VA 2.10. II attainable, S.OT111, Men.132.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλωτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἁλῶναι, ὃν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ ἢ νικήσῃ, Θουκ. 6. 77. ΙΙ. ἐφικτός, κατορθωτός, τὸ δὲ ζητούμενον ἁλωτόν, Σοφ. Ο. Τ. 111· ἁλωτὰ γίνετ’ ἐπιμελείᾳ καὶ πόνῳ ἅπαντα, Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 facile à prendre ou à conquérir;
2 facile à obtenir.
Étymologie: ἁλίσκομαι.