ἀλλοτριοπραγία: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλλοτριοπραγία''': ἡ, οὐσ. τοῦ ἀλλοτριοπραγεῖν, τὸ ἀναμιγνύεσθαι εἰς τὰς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων, Πλουτ. πῶς δεῖ διακριν. τὸν Κόλακ. | |lstext='''ἀλλοτριοπραγία''': ἡ, οὐσ. τοῦ ἀλλοτριοπραγεῖν, τὸ ἀναμιγνύεσθαι εἰς τὰς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων, Πλουτ. πῶς δεῖ διακριν. τὸν Κόλακ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />ingérence dans les affaires d’autrui.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλλότριος]], [[πράσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A meddling with other folk's business, Plu.2.57d, Procl. in R.1.216K.
German (Pape)
[Seite 106] ἡ, unberufene Geschäftigkeit, Vorwitz, Plut. ad. et am. discr. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοτριοπραγία: ἡ, οὐσ. τοῦ ἀλλοτριοπραγεῖν, τὸ ἀναμιγνύεσθαι εἰς τὰς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων, Πλουτ. πῶς δεῖ διακριν. τὸν Κόλακ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ingérence dans les affaires d’autrui.
Étymologie: ἀλλότριος, πράσσω.