ἄμυγμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄμυγμα''': -ατος, τό, ([[ἀμύσσω]]) [[σπάραγμα]] διὰ τῶν ὀνύχων, «τσουγκράνισμα», ἀπόσπασις, «τράβηγμα», πολιᾶς ἄμ. χαίτας Σοφ. Αἴ. 633· ὀνύχων ἀμύγματα Εὐρ. Ἀνδρ. 827.
|lstext='''ἄμυγμα''': -ατος, τό, ([[ἀμύσσω]]) [[σπάραγμα]] διὰ τῶν ὀνύχων, «τσουγκράνισμα», ἀπόσπασις, «τράβηγμα», πολιᾶς ἄμ. χαίτας Σοφ. Αἴ. 633· ὀνύχων ἀμύγματα Εὐρ. Ἀνδρ. 827.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />action d’arracher (des cheveux).<br />'''Étymologie:''' [[ἀμύσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμυγμα Medium diacritics: ἄμυγμα Low diacritics: άμυγμα Capitals: ΑΜΥΓΜΑ
Transliteration A: ámygma Transliteration B: amygma Transliteration C: amygma Beta Code: a)/mugma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἀμύσσω)

   A scratching, tearing, πολιᾶς ἄ. χαίτας S.Aj.634; ὀνύχων ἀμύγματα E.Andr.827.

German (Pape)

[Seite 130] τό (ἀμύσσω), das Zerraufen, χαίτας Soph. Ai. 621; ὀνύχων δάϊ' ἀμύγματα, das Zerreißen mit den Nägeln, Eur. Andr. 826.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμυγμα: -ατος, τό, (ἀμύσσω) σπάραγμα διὰ τῶν ὀνύχων, «τσουγκράνισμα», ἀπόσπασις, «τράβηγμα», πολιᾶς ἄμ. χαίτας Σοφ. Αἴ. 633· ὀνύχων ἀμύγματα Εὐρ. Ἀνδρ. 827.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action d’arracher (des cheveux).
Étymologie: ἀμύσσω.