ἀμφιτρέχω: Difference between revisions

From LSJ

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιτρέχω''': [[περιτρέχω]], [[περιβάλλω]], αὐλὴν [[ἕρκος]] ἀμφιδέδρομεν Ἀρχίλ. 37· [[σέλας]] δ’ ἀμφέδραμεν Πινδ. Π. 3. 69· θείη δ’ ἀμφιδέδρομεν [[χάρις]] Σιμων. Ἰαμβ. 6. 89.
|lstext='''ἀμφιτρέχω''': [[περιτρέχω]], [[περιβάλλω]], αὐλὴν [[ἕρκος]] ἀμφιδέδρομεν Ἀρχίλ. 37· [[σέλας]] δ’ ἀμφέδραμεν Πινδ. Π. 3. 69· θείη δ’ ἀμφιδέδρομεν [[χάρις]] Σιμων. Ἰαμβ. 6. 89.
}}
{{bailly
|btext=courir autour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[τρέχω]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιτρέχω Medium diacritics: ἀμφιτρέχω Low diacritics: αμφιτρέχω Capitals: ΑΜΦΙΤΡΕΧΩ
Transliteration A: amphitréchō Transliteration B: amphitrechō Transliteration C: amfitrecho Beta Code: a)mfitre/xw

English (LSJ)

   A run round, surround, αὐλὴν ἕρκος ἀμφιδέδρομεν Archil. 40; σέλας δ' ἀμφέδραμεν Pi.P.3.39; θείη δ' ἀμφιδέδρομεν χάρις Semon. 7.89.

German (Pape)

[Seite 145] (s. τρέχω), umlaufen, umgeben, σέλας ἀμφέδραμε Pind. P. 3, 39; perf. αὐλὴν ἕρκος ἀμφιδέδρομε Archil. 16; Simonid. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιτρέχω: περιτρέχω, περιβάλλω, αὐλὴν ἕρκος ἀμφιδέδρομεν Ἀρχίλ. 37· σέλας δ’ ἀμφέδραμεν Πινδ. Π. 3. 69· θείη δ’ ἀμφιδέδρομεν χάρις Σιμων. Ἰαμβ. 6. 89.

French (Bailly abrégé)

courir autour.
Étymologie: ἀμφί, τρέχω.