ἀμητικός: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμητικός''': -ή, -όν, ([[ἄμητος]]) = ὁ ἐκ τοῦ θερισμοῦ ἢ ἀνήκων εἰς τὸ θερίζειν· [[δρέπανον]] ἀμ. = δρέπ. δι’ οὗ θερίζουσιν, Αἰλ. Περὶ Ζ. 17, 37.
|lstext='''ἀμητικός''': -ή, -όν, ([[ἄμητος]]) = ὁ ἐκ τοῦ θερισμοῦ ἢ ἀνήκων εἰς τὸ θερίζειν· [[δρέπανον]] ἀμ. = δρέπ. δι’ οὗ θερίζουσιν, Αἰλ. Περὶ Ζ. 17, 37.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui sert à moissonner.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμάω]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμητικός Medium diacritics: ἀμητικός Low diacritics: αμητικός Capitals: ΑΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: amētikós Transliteration B: amētikos Transliteration C: amitikos Beta Code: a)mhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for reaping, δρέπανον ἀ. reaping-hook, Ael.NA17.37.

German (Pape)

[Seite 123] zur Erndte gehörig, δρέπανον Ael. H. A. 17, 37.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμητικός: -ή, -όν, (ἄμητος) = ὁ ἐκ τοῦ θερισμοῦ ἢ ἀνήκων εἰς τὸ θερίζειν· δρέπανον ἀμ. = δρέπ. δι’ οὗ θερίζουσιν, Αἰλ. Περὶ Ζ. 17, 37.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui sert à moissonner.
Étymologie: ἀμάω.