ἀμήτωρ: Difference between revisions
μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμήτωρ''': ορ, ορος, ὁ μὴ ἔχων μητέρα, Ἡρόδ. 4. 154. Εὐρ. Ἴων. 109, πρβλ. 837. ΙΙ. ἡ μὴ οὖσα [[μήτηρ]], τ. ἔ. οὐχὶ [[φιλόστοργος]], ἄστοργος, [[μήτηρ]] [[ἀμήτωρ]] Σοφ. Ἠλ. 1154· ἐπὶ νεαρᾶς γυναικὸς ἀποθνησκούσης κατὰ τὸν τοκετόν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 365. | |lstext='''ἀμήτωρ''': ορ, ορος, ὁ μὴ ἔχων μητέρα, Ἡρόδ. 4. 154. Εὐρ. Ἴων. 109, πρβλ. 837. ΙΙ. ἡ μὴ οὖσα [[μήτηρ]], τ. ἔ. οὐχὶ [[φιλόστοργος]], ἄστοργος, [[μήτηρ]] [[ἀμήτωρ]] Σοφ. Ἠλ. 1154· ἐπὶ νεαρᾶς γυναικὸς ἀποθνησκούσης κατὰ τὸν τοκετόν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 365. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> né d’une mère inconnue;<br /><b>2</b> né d’une mère indigne;<br /><b>3</b> [[μήτηρ]] [[ἀμήτωρ]] SOPH mère qui n’en est pas une.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μήτηρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ορος,
A motherless, Hdt.4.154, E.Ion109, Id. ap. Phot.p.91 R.; of Melchizedek, Ep.Hebr.7.3: of the number 7, Hierocl.in CA20p.465M., cf. Ph.1.24; but ἡ μονὰς ἀ. Gal.9.934. II that is no mother, unmotherly, μήτηρ ἀμήτωρ S.El.1154; of dam mounted by her foal, Opp.C.1.261; childless, Epigr.Gr.365 (Cotiaeum).
German (Pape)
[Seite 123] ορος, 1) ohne Mutter, Her. 4, 154; Plat. Conv. 180 d. – 2) unmütterlich, μήτηρ ἀμ. Soph. El. 1143. – 3) von einer niederen Mutter, Eur. Ion 109.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμήτωρ: ορ, ορος, ὁ μὴ ἔχων μητέρα, Ἡρόδ. 4. 154. Εὐρ. Ἴων. 109, πρβλ. 837. ΙΙ. ἡ μὴ οὖσα μήτηρ, τ. ἔ. οὐχὶ φιλόστοργος, ἄστοργος, μήτηρ ἀμήτωρ Σοφ. Ἠλ. 1154· ἐπὶ νεαρᾶς γυναικὸς ἀποθνησκούσης κατὰ τὸν τοκετόν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 365.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
1 né d’une mère inconnue;
2 né d’une mère indigne;
3 μήτηρ ἀμήτωρ SOPH mère qui n’en est pas une.
Étymologie: ἀ, μήτηρ.