ἀορτήρ: Difference between revisions
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀορτήρ''': ῆρος, ὁ, ([[ἀείρω]]) ἱμὰς δι’ οὗ δύναταί τις νὰ κρεμάσῃ τι, [[ζώνη]] ξίφους, Ὀδ. Λ. 609· κατὰ πληθ., κουλεὸν… χρυσέοισιν ἀορτήρεσσιν ἀρηρός Ἰλ. Λ. 31: καθ’ Ἡσύχ. «ἀορτήρεσ[σ]ιν· οἱ ἀναφορεῖς τοῦ ξίφους, ἢ οἱ κρίκοι τῆς θήκης». 2) Ἐν Ὀδ. ἱμὰς πρὸς ἀνάρτησιν σακκιδίου, [[στρόφος]] ἀορτὴρ, ἴδε ἐν λ. [[στρόφος]]. ΙΙ. ἀορτῆρες ἵπποι = σειραφόροι, Ἰω. Χρυσ. ὁμ. 122, τ. 6, σ. 794. | |lstext='''ἀορτήρ''': ῆρος, ὁ, ([[ἀείρω]]) ἱμὰς δι’ οὗ δύναταί τις νὰ κρεμάσῃ τι, [[ζώνη]] ξίφους, Ὀδ. Λ. 609· κατὰ πληθ., κουλεὸν… χρυσέοισιν ἀορτήρεσσιν ἀρηρός Ἰλ. Λ. 31: καθ’ Ἡσύχ. «ἀορτήρεσ[σ]ιν· οἱ ἀναφορεῖς τοῦ ξίφους, ἢ οἱ κρίκοι τῆς θήκης». 2) Ἐν Ὀδ. ἱμὰς πρὸς ἀνάρτησιν σακκιδίου, [[στρόφος]] ἀορτὴρ, ἴδε ἐν λ. [[στρόφος]]. ΙΙ. ἀορτῆρες ἵπποι = σειραφόροι, Ἰω. Χρυσ. ὁμ. 122, τ. 6, σ. 794. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> courroie d’un havresac;<br /><b>2</b> baudrier ; <i>p. anal.</i> ceinture;<br /><b>3</b> ἀορτῆρες ἵπποι chevaux de trait.<br />'''Étymologie:''' [[ἀείρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (ἀείρω)
A strap to hang anything to, sword-belt, Od.11.609: in pl., κουλεὸν . . χρυσέοισιν ἀορτήρεσσιν ἀρηρός Il.11.31 (also expl. as οἱ κρίκοι τῆς θήκης, Hsch.). 2 in Od.13.438 knapsack-strap, στρόφος ἀορτήρ, v. στρόφος.
German (Pape)
[Seite 273] ῆρος, ὁ (ἀείρω), woran etwas hangend getragen wird, der Träger; Hom. fünfmal: Od. 13, 438. 17, 198. 18, 109 ἀεικέα πήρην, πυκνὰ ῥωγαλέην· ἐν δὲ στρόφος ἦεν ἀορτήρ, ein gedrehter Strick; 11, 609 σμερδαλέος δέ οἱ ἀμφὶ περὶ στήθεσσιν ἀορτήρ χρύσεος ἦν τελαμών: Iliad. 11, 31 περὶ κουλεὸν ἦεν ἀργύρεον, χρυσέοισιν ἀορτήρεσσιν ἀρηρός, Degengehenk; – = ζωστήρ Phereer. Poll. 10, 162. – Bei Dio Chrys. sind ἵπποι ἀορτῆρες die Leinpferde, die nicht am Joch, sondern an Zugriemen ziehen, v. l. ἀκροτῆρες.
Greek (Liddell-Scott)
ἀορτήρ: ῆρος, ὁ, (ἀείρω) ἱμὰς δι’ οὗ δύναταί τις νὰ κρεμάσῃ τι, ζώνη ξίφους, Ὀδ. Λ. 609· κατὰ πληθ., κουλεὸν… χρυσέοισιν ἀορτήρεσσιν ἀρηρός Ἰλ. Λ. 31: καθ’ Ἡσύχ. «ἀορτήρεσ[σ]ιν· οἱ ἀναφορεῖς τοῦ ξίφους, ἢ οἱ κρίκοι τῆς θήκης». 2) Ἐν Ὀδ. ἱμὰς πρὸς ἀνάρτησιν σακκιδίου, στρόφος ἀορτὴρ, ἴδε ἐν λ. στρόφος. ΙΙ. ἀορτῆρες ἵπποι = σειραφόροι, Ἰω. Χρυσ. ὁμ. 122, τ. 6, σ. 794.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
1 courroie d’un havresac;
2 baudrier ; p. anal. ceinture;
3 ἀορτῆρες ἵπποι chevaux de trait.
Étymologie: ἀείρω.