κατακηρύσσω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακηρύσσω''': Ἀττ. -ττω: -προκηρύττω ἢ ἐπιτάττω διὰ δημοσίου κήρυκος, σιγὴν Ξεν. Ἀν. 2. 2, 20· [[ὅπερ]] καὶ κατακελεῦσαι λέγεται, [[Πολυδ]]. Δ΄, 91, 93. -Παθ., Πολύβ. 23. 2, 6. 2) Παθ. [[ὡσαύτως]], καλοῦμαι διὰ κήρυκος ἐν τῷ δικαστηρίῳ, [[Πολυδ]]. Η΄, 61. ΙΙ. ἐν δημοπρασίᾳ, κ. τι εἴς τινα, «κατακυρώνω», κηρύττω τὴν λῆξιν τῆς δημοπρσίας ἀποδίδων τὸ πωλούμενον εἰς τὸν πλείονα πρεσενεγκόντα, Πλουτ. Σύγκρ., Λυσ. καὶ Σύλλ. 3.
|lstext='''κατακηρύσσω''': Ἀττ. -ττω: -προκηρύττω ἢ ἐπιτάττω διὰ δημοσίου κήρυκος, σιγὴν Ξεν. Ἀν. 2. 2, 20· [[ὅπερ]] καὶ κατακελεῦσαι λέγεται, [[Πολυδ]]. Δ΄, 91, 93. -Παθ., Πολύβ. 23. 2, 6. 2) Παθ. [[ὡσαύτως]], καλοῦμαι διὰ κήρυκος ἐν τῷ δικαστηρίῳ, [[Πολυδ]]. Η΄, 61. ΙΙ. ἐν δημοπρασίᾳ, κ. τι εἴς τινα, «κατακυρώνω», κηρύττω τὴν λῆξιν τῆς δημοπρσίας ἀποδίδων τὸ πωλούμενον εἰς τὸν πλείονα πρεσενεγκόντα, Πλουτ. Σύγκρ., Λυσ. καὶ Σύλλ. 3.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> annoncer <i>ou</i> ordonner par la voix du héraut, acc.;<br /><b>2</b> adjuger devant un tribunal : [[τι]] [[εἴς]] τινα qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κηρύσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακηρύσσω Medium diacritics: κατακηρύσσω Low diacritics: κατακηρύσσω Capitals: ΚΑΤΑΚΗΡΥΣΣΩ
Transliteration A: katakērýssō Transliteration B: katakēryssō Transliteration C: katakirysso Beta Code: katakhru/ssw

English (LSJ)

Att. κατακηρύττω,

   A proclaim or command by public crier, σιωπήν IG12(7).237.36 (Amorgos); σιγήν v.l. in X.An.2.2.20:— Pass., to be promulgated, Plb.22.4.6.    2 Pass. also, to be summoned by crier, Poll.8.61.    II at auction, κ. τι εἴς τινα order it to be knocked down to one, Plu.Comp.Lys.Sull.3.

German (Pape)

[Seite 1352] durch den Herold verkündigen, ausrufen lassen, befehlen; σιγήν Xen. An. 2, 2, 20; κατακηρυχθῆναι τὰς κρίσεις Pol. 23, 2, 6; vor Gericht laden, Poll. 8, 61; – τὶ εἴς τινα, in einer Versteigerung Jem. zuschlagen lassen, Plut. Sull. 3.

Greek (Liddell-Scott)

κατακηρύσσω: Ἀττ. -ττω: -προκηρύττω ἢ ἐπιτάττω διὰ δημοσίου κήρυκος, σιγὴν Ξεν. Ἀν. 2. 2, 20· ὅπερ καὶ κατακελεῦσαι λέγεται, Πολυδ. Δ΄, 91, 93. -Παθ., Πολύβ. 23. 2, 6. 2) Παθ. ὡσαύτως, καλοῦμαι διὰ κήρυκος ἐν τῷ δικαστηρίῳ, Πολυδ. Η΄, 61. ΙΙ. ἐν δημοπρασίᾳ, κ. τι εἴς τινα, «κατακυρώνω», κηρύττω τὴν λῆξιν τῆς δημοπρσίας ἀποδίδων τὸ πωλούμενον εἰς τὸν πλείονα πρεσενεγκόντα, Πλουτ. Σύγκρ., Λυσ. καὶ Σύλλ. 3.

French (Bailly abrégé)

1 annoncer ou ordonner par la voix du héraut, acc.;
2 adjuger devant un tribunal : τι εἴς τινα qch à qqn.
Étymologie: κατά, κηρύσσω.