ἀνάμεστος: Difference between revisions

From LSJ

κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal

Source
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάμεστος''': η (;), ον, [[πλήρης]], «γεμᾶτος», σφυράδων πολλῶν ἀναμέστη (κατὰ Δινδόρφιον ἀνάμεστοι) Εὔπολ. ἐν «Αἰξί» 16, ― ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον [[ἀνάμεστος]] Δημ. 779. 25.
|lstext='''ἀνάμεστος''': η (;), ον, [[πλήρης]], «γεμᾶτος», σφυράδων πολλῶν ἀναμέστη (κατὰ Δινδόρφιον ἀνάμεστοι) Εὔπολ. ἐν «Αἰξί» 16, ― ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον [[ἀνάμεστος]] Δημ. 779. 25.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />rempli de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], μέστος.
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάμεστος Medium diacritics: ἀνάμεστος Low diacritics: ανάμεστος Capitals: ΑΝΑΜΕΣΤΟΣ
Transliteration A: anámestos Transliteration B: anamestos Transliteration C: anamestos Beta Code: a)na/mestos

English (LSJ)

ον (fem.

   A -τη Eup.16 codd.), filled full, τινός of a thing, Ar.Nu.984, Eup. l. c., Philum. ap. Aët.5.125, Phld.Piet.74, Man.4.82, Eun.VS p.454 B.; ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον ἀνάμεστος D.25.32; βίος ἀ. ἰλύος Epict.Gnom.1.

German (Pape)

[Seite 198] (fem. ἀναμέστη Eupol. bei Schol. Ar. Pax 790), angefüllt, voll, ἔχθρας πατρικῆς Dem. 25, 32; Mnesim. Ath. IX, 403 (V. 65).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάμεστος: η (;), ον, πλήρης, «γεμᾶτος», σφυράδων πολλῶν ἀναμέστη (κατὰ Δινδόρφιον ἀνάμεστοι) Εὔπολ. ἐν «Αἰξί» 16, ― ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον ἀνάμεστος Δημ. 779. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rempli de, gén..
Étymologie: ἀνά, μέστος.