ἀνάρτιος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάρτιος''': -ον, ὁ μὴ ἄρτιος, [[περιττός]], ἀντίθετον τῷ ἄρτιος, Πλάτ. Φαίδων 104Ε, καὶ ἀλλ. 2) [[ἐχθρός]], ὁ ἐχθρικῶς διακείμενος, ἀναρτίους δὲ τοὺς ἐχθροὺς καὶ τοὺς πολεμίους [καλοῦντας] Πλούτ. 2. 1030Α.
|lstext='''ἀνάρτιος''': -ον, ὁ μὴ ἄρτιος, [[περιττός]], ἀντίθετον τῷ ἄρτιος, Πλάτ. Φαίδων 104Ε, καὶ ἀλλ. 2) [[ἐχθρός]], ὁ ἐχθρικῶς διακείμενος, ἀναρτίους δὲ τοὺς ἐχθροὺς καὶ τοὺς πολεμίους [καλοῦντας] Πλούτ. 2. 1030Α.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[ἀνάρσιος]];<br /><b>2</b> impair.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἄρτιος]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάρτιος Medium diacritics: ἀνάρτιος Low diacritics: ανάρτιος Capitals: ΑΝΑΡΤΙΟΣ
Transliteration A: anártios Transliteration B: anartios Transliteration C: anartios Beta Code: a)na/rtios

English (LSJ)

ον,

   A uneven, odd, Pl.Phd.104e, al.    2 at odds with one, hostile, Plu.2.1030a.

German (Pape)

[Seite 206] ungerade, Plat. Phaed. 104 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρτιος: -ον, ὁ μὴ ἄρτιος, περιττός, ἀντίθετον τῷ ἄρτιος, Πλάτ. Φαίδων 104Ε, καὶ ἀλλ. 2) ἐχθρός, ὁ ἐχθρικῶς διακείμενος, ἀναρτίους δὲ τοὺς ἐχθροὺς καὶ τοὺς πολεμίους [καλοῦντας] Πλούτ. 2. 1030Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 c. ἀνάρσιος;
2 impair.
Étymologie: ἀ, ἄρτιος.