ἀμφιάζω: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφιάζω''': Πλουτ. Γ. Γράκχ. 2: μέλλ. -άσω Ἀλκίφρ. 3. 42: ἀόρ. ἠμφίασα Ἀνθ. Π. 7. 368, Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 25, Πολύαιν.: πρκμ. ἠμφίακα (συν-) Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256F.: - Μέσ., μέλλ. -άσομαι (μετ-) Λουκ.: ἀόρ. ἠμφιασάμην Ἀπολλόδ. 2. 1, 2, κτλ.: πρκμ. ἠμφίασμαι [[μετὰ]] μέσ. σημασ. (μετ-) Διόδ. 16. 11: - [[ἀμφιέζω]] εὕρηται κοινῶς ὡς διάφ. γραφὴ παρὰ Πλουτ., κτλ.: - πρβλ. ἀπ-, μετ-, συναμφιάζω: (ἐκ τῆς προθ. [[ἀμφί]], ὡς τὸ [[ἀντιάζω]] ἐκ τῆς [[ἀντί]]). Λέξις μεταγεν. συγγραφ. ἀντὶ τοῦ [[ἀμφιέννυμι]], [[περιβάλλω]] τινὰ δι’ ἱματίων, τινί τι Θεμίστ.: - Μέσ., ἀμφιάσασθαί τι Ἑβδ. (Ἰώβ. μ΄, 5), Ἀπολλόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. ΙΙ. [[ἐνδύω]], τινὰ Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτέρω· ἱματίοις τινὰ Ἀλκίφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.: μεταφ. ἐπὶ τάφου, ὀστέα ἠμφίασεν Ἀνθ. Π. ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''ἀμφιάζω''': Πλουτ. Γ. Γράκχ. 2: μέλλ. -άσω Ἀλκίφρ. 3. 42: ἀόρ. ἠμφίασα Ἀνθ. Π. 7. 368, Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 25, Πολύαιν.: πρκμ. ἠμφίακα (συν-) Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256F.: - Μέσ., μέλλ. -άσομαι (μετ-) Λουκ.: ἀόρ. ἠμφιασάμην Ἀπολλόδ. 2. 1, 2, κτλ.: πρκμ. ἠμφίασμαι [[μετὰ]] μέσ. σημασ. (μετ-) Διόδ. 16. 11: - [[ἀμφιέζω]] εὕρηται κοινῶς ὡς διάφ. γραφὴ παρὰ Πλουτ., κτλ.: - πρβλ. ἀπ-, μετ-, συναμφιάζω: (ἐκ τῆς προθ. [[ἀμφί]], ὡς τὸ [[ἀντιάζω]] ἐκ τῆς [[ἀντί]]). Λέξις μεταγεν. συγγραφ. ἀντὶ τοῦ [[ἀμφιέννυμι]], [[περιβάλλω]] τινὰ δι’ ἱματίων, τινί τι Θεμίστ.: - Μέσ., ἀμφιάσασθαί τι Ἑβδ. (Ἰώβ. μ΄, 5), Ἀπολλόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. ΙΙ. [[ἐνδύω]], τινὰ Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτέρω· ἱματίοις τινὰ Ἀλκίφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.: μεταφ. ἐπὶ τάφου, ὀστέα ἠμφίασεν Ἀνθ. Π. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=vêtir.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀμφιέννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
Plu.CG2 (v.l.): fut.
A -άσω Alciphr.3.42: aor. ἠμφίασα AP7.368 (Eryc.), OGI200.24 (Axum), Polyaen.1.27.2 (v.l.), (μετ-) Philostr.Her.Prooem.2: pf. ἠμφίακα (συν-) Clearch.25:—Med., fut. -άσομαι (μετ-) Luc.Herm.86 codd.: aor. ἠμφιασάμην Apollod. 2.1.2, etc.: pf. ἠμφίασμαι in med. sense (μετ-) D.S.16.11 (v.l.):— ἀμφιέζω is a common v.l.: (perh. from ἀμφί, as ἀντιάζω from ἀντί):— later word for ἀμφιέννυμι, ciothe, τινά Plu.l.c.; ἱματίοις τινά Alciphr. l.c.: metaph., of the grave, ὀστέα ἠμφίασεν APl.c.; σοφίαν ἀσαφείᾳ Them.Or.20.235a:—Med., put on, ἀμφιάσασθαί τι LXXJb.40.10, Apollod. l. c.
German (Pape)
[Seite 136] umhüllen, Sp.; aor. ἠμφίασα, Eryc. 12 (VII, 368).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιάζω: Πλουτ. Γ. Γράκχ. 2: μέλλ. -άσω Ἀλκίφρ. 3. 42: ἀόρ. ἠμφίασα Ἀνθ. Π. 7. 368, Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 25, Πολύαιν.: πρκμ. ἠμφίακα (συν-) Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256F.: - Μέσ., μέλλ. -άσομαι (μετ-) Λουκ.: ἀόρ. ἠμφιασάμην Ἀπολλόδ. 2. 1, 2, κτλ.: πρκμ. ἠμφίασμαι μετὰ μέσ. σημασ. (μετ-) Διόδ. 16. 11: - ἀμφιέζω εὕρηται κοινῶς ὡς διάφ. γραφὴ παρὰ Πλουτ., κτλ.: - πρβλ. ἀπ-, μετ-, συναμφιάζω: (ἐκ τῆς προθ. ἀμφί, ὡς τὸ ἀντιάζω ἐκ τῆς ἀντί). Λέξις μεταγεν. συγγραφ. ἀντὶ τοῦ ἀμφιέννυμι, περιβάλλω τινὰ δι’ ἱματίων, τινί τι Θεμίστ.: - Μέσ., ἀμφιάσασθαί τι Ἑβδ. (Ἰώβ. μ΄, 5), Ἀπολλόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. ΙΙ. ἐνδύω, τινὰ Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτέρω· ἱματίοις τινὰ Ἀλκίφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.: μεταφ. ἐπὶ τάφου, ὀστέα ἠμφίασεν Ἀνθ. Π. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
vêtir.
Étymologie: cf. ἀμφιέννυμι.