ἀναπόλαυστος: Difference between revisions
From LSJ
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναπόλαυστος''': -ον, οὗ δὲν δύναταί τις ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀπολαύσῃ, Πλούτ. 2. 829D, 1104E. 2) ὁ μὴ ἀπολαύων τινός, «[[ἄγευστος]]» Ἡσύχ. | |lstext='''ἀναπόλαυστος''': -ον, οὗ δὲν δύναταί τις ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀπολαύσῃ, Πλούτ. 2. 829D, 1104E. 2) ὁ μὴ ἀπολαύων τινός, «[[ἄγευστος]]» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />dont on ne jouit pas.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἀπολαύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be enjoyed, Plu.2.829d, 1104f. 2 Act., not enjoying, Phld.Mort.13; ἡδονῶν Heph.Astr.1.1, Hsch.
German (Pape)
[Seite 203] ungenießbar, Plut. Nach Hesych. auch act., nicht genießend.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόλαυστος: -ον, οὗ δὲν δύναταί τις ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀπολαύσῃ, Πλούτ. 2. 829D, 1104E. 2) ὁ μὴ ἀπολαύων τινός, «ἄγευστος» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on ne jouit pas.
Étymologie: ἀ, ἀπολαύω.