αἰτιάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰτιάζομαι''': παθ., κατηγοροῦμαι, ἡ [[πόλις]] αἰτιάζεται, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 5, πρβλ. 12· ᾐτιάζετό τινος, [[περί]] τινος πράγματος, Δίων. Κ. 38. 10. Τὸ ἐνεργ. δὲν εὑρίσκεται. | |lstext='''αἰτιάζομαι''': παθ., κατηγοροῦμαι, ἡ [[πόλις]] αἰτιάζεται, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 5, πρβλ. 12· ᾐτιάζετό τινος, [[περί]] τινος πράγματος, Δίων. Κ. 38. 10. Τὸ ἐνεργ. δὲν εὑρίσκεται. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ᾐτιαζόμην;<br />être accusé de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[αἰτία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
only in Pass.,
A to be accused, ἡ πόλις αἰτιάζεται X.HG1.6.5, cf. 12, Anon.Oxy.1012 Fr.14; τιάζετό τινος of a thing, D.C.38.10.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτιάζομαι: παθ., κατηγοροῦμαι, ἡ πόλις αἰτιάζεται, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 5, πρβλ. 12· ᾐτιάζετό τινος, περί τινος πράγματος, Δίων. Κ. 38. 10. Τὸ ἐνεργ. δὲν εὑρίσκεται.
French (Bailly abrégé)
impf. ᾐτιαζόμην;
être accusé de, acc..
Étymologie: αἰτία.