ἄναψις: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄναψις''': -εως, ἡ, ([[ἀνάπτω]]) τὸ ἀνάπτειν, τὸ [[ἄναμμα]], Διον. Ἁλ. 2. 66: - ἐπὶ τῆς ἐπιτολῆς τῶν ἀστέρων, «καὶ κατὰ ἄναψιν γίγνεσθαι δύνανται καὶ κατὰ σβέσιν» Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 92.
|lstext='''ἄναψις''': -εως, ἡ, ([[ἀνάπτω]]) τὸ ἀνάπτειν, τὸ [[ἄναμμα]], Διον. Ἁλ. 2. 66: - ἐπὶ τῆς ἐπιτολῆς τῶν ἀστέρων, «καὶ κατὰ ἄναψιν γίγνεσθαι δύνανται καὶ κατὰ σβέσιν» Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 92.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de s’allumer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνάπτω]]².
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄναψις Medium diacritics: ἄναψις Low diacritics: άναψις Capitals: ΑΝΑΨΙΣ
Transliteration A: ánapsis Transliteration B: anapsis Transliteration C: anapsis Beta Code: a)/nayis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀνάπτω)

   A lighting up, kindling, D.H.2.66; of stars, ἄ. καί σβέσις Epicur.Ep.2p.39U.

German (Pape)

[Seite 216] (ἀνάπτω), ἡ, das Anzünden, Plut. Pyth. or. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἄναψις: -εως, ἡ, (ἀνάπτω) τὸ ἀνάπτειν, τὸ ἄναμμα, Διον. Ἁλ. 2. 66: - ἐπὶ τῆς ἐπιτολῆς τῶν ἀστέρων, «καὶ κατὰ ἄναψιν γίγνεσθαι δύνανται καὶ κατὰ σβέσιν» Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 92.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de s’allumer.
Étymologie: ἀνάπτω².