ἀνανήφω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνανήφω''': [[ἐπανέρχομαι]] εἰς τὰς αἰσθήσεις μου, [[ἀνανήφω]], «ξεμεθῶ», Ἀριστ. Θαυμ. 178· ἐκ μέθης Διον. Ἁλ. 4. 35: ― [[ἔρχομαι]] εἰς τὰ λογικά μου, Ἐπιστ. πρὸς Τιμόθ. Βϳ, βϳ, 26. 2) μεταβ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἔλθῃ εἰς ἑαυτόν, νὰ ἐπανέλθῃ εἰς νηφαλιότητα, Λουκ. Δὶς κατηγ. 17.
|lstext='''ἀνανήφω''': [[ἐπανέρχομαι]] εἰς τὰς αἰσθήσεις μου, [[ἀνανήφω]], «ξεμεθῶ», Ἀριστ. Θαυμ. 178· ἐκ μέθης Διον. Ἁλ. 4. 35: ― [[ἔρχομαι]] εἰς τὰ λογικά μου, Ἐπιστ. πρὸς Τιμόθ. Βϳ, βϳ, 26. 2) μεταβ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἔλθῃ εἰς ἑαυτόν, νὰ ἐπανέλθῃ εἰς νηφαλιότητα, Λουκ. Δὶς κατηγ. 17.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> redevenir à jeun ; recouvrer ses sens;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire redevenir à jeun, remettre en son bon sens.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[νήφω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνανήφω Medium diacritics: ἀνανήφω Low diacritics: ανανήφω Capitals: ΑΝΑΝΗΦΩ
Transliteration A: ananḗphō Transliteration B: ananēphō Transliteration C: ananifo Beta Code: a)nanh/fw

English (LSJ)

   A become sober again, come to one's senses, Arist.Mir.847b9; ἐκ μέθης D.H.4.35, cf. Lync. ap. Ath.3.109e; ἐκ τοῦ οἴνου Nic.Dam. p.7 D.; return to sobriety of mind, 2 Ep.Ti.2.26; recover from a swoon, Charito 3.1, D.Chr.4.77.    2 trans., make sober again, Luc.Bis Acc.17.

German (Pape)

[Seite 199] wieder nüchtern werden, Plut. Cam. 23; übertr., zu ruhiger Ueberlegungkommen, N. T.; ἐκ μέθης D. Hal. 4, 35; Aesop. 73; akt., wieder nüchtern machen, Luc. Bis acc. 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανήφω: ἐπανέρχομαι εἰς τὰς αἰσθήσεις μου, ἀνανήφω, «ξεμεθῶ», Ἀριστ. Θαυμ. 178· ἐκ μέθης Διον. Ἁλ. 4. 35: ― ἔρχομαι εἰς τὰ λογικά μου, Ἐπιστ. πρὸς Τιμόθ. Βϳ, βϳ, 26. 2) μεταβ., κάμνω τινὰ νὰ ἔλθῃ εἰς ἑαυτόν, νὰ ἐπανέλθῃ εἰς νηφαλιότητα, Λουκ. Δὶς κατηγ. 17.

French (Bailly abrégé)

1 intr. redevenir à jeun ; recouvrer ses sens;
2 tr. faire redevenir à jeun, remettre en son bon sens.
Étymologie: ἀνά, νήφω.