ἀνθοφυής: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθοφυής''': -ές, ποικιλόχρους, ὁ ἔχων ἀνθηρὸν [[χρῶμα]], περὶ τῶν πτερύγων ψιττακοῦ, ἤλυθεν ἐς δρυμοὺς ἀνθοφυεῖ πτέρυγι Ἀνθ. Π. 9. 562. ΙΙ. ὁ παράγων [[ἄνθη]], Ἐπιγάμμ. Ἑλλ. 103. | |lstext='''ἀνθοφυής''': -ές, ποικιλόχρους, ὁ ἔχων ἀνθηρὸν [[χρῶμα]], περὶ τῶν πτερύγων ψιττακοῦ, ἤλυθεν ἐς δρυμοὺς ἀνθοφυεῖ πτέρυγι Ἀνθ. Π. 9. 562. ΙΙ. ὁ παράγων [[ἄνθη]], Ἐπιγάμμ. Ἑλλ. 103. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />de la nature des fleurs, <i>càd</i> aux couleurs brillantes.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθος]], [[φύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A parti-coloured, πτέρυξ, of a parrot, AP9.562 (Crin.). II producing flowers, βῶλος IG12(9).954.13 (Chalcis).
German (Pape)
[Seite 233] ές, von Blumennatur, bunt, πτέρυξ, des Papagei, Crinag. 27 (IX, 562).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθοφυής: -ές, ποικιλόχρους, ὁ ἔχων ἀνθηρὸν χρῶμα, περὶ τῶν πτερύγων ψιττακοῦ, ἤλυθεν ἐς δρυμοὺς ἀνθοφυεῖ πτέρυγι Ἀνθ. Π. 9. 562. ΙΙ. ὁ παράγων ἄνθη, Ἐπιγάμμ. Ἑλλ. 103.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de la nature des fleurs, càd aux couleurs brillantes.
Étymologie: ἄνθος, φύω.