ἀνθυπάγω: Difference between revisions

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθυπάγω''': [ᾰ], [[καταγγέλλω]] καὶ ἐγὼ τὸ [[δικαστήριον]] τὸν ὑπαγαγόντα με εἰς δίκην καὶ ἀποτυχόντα, Θουκ. 3. 70. 2) [[ἀναφέρω]], [[ὑπάγω]], τὰ ἄρθρα ἀνθυπάγεται ταῖς ἀντωνυμίαις Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 264C. - ἐπὶ στρατοῦ, ἀνθυποχωρῶ, [[αὖθις]] δὲ ἀνθυπῆγε Μαρδόνιος τοὺς Λακεδαιμονίους ἀνθαιρούμενος Ἀριστείδ. τόμ. 1, σ. 237, ἔκδ. Γ. Δινδορφ. (1829).
|lstext='''ἀνθυπάγω''': [ᾰ], [[καταγγέλλω]] καὶ ἐγὼ τὸ [[δικαστήριον]] τὸν ὑπαγαγόντα με εἰς δίκην καὶ ἀποτυχόντα, Θουκ. 3. 70. 2) [[ἀναφέρω]], [[ὑπάγω]], τὰ ἄρθρα ἀνθυπάγεται ταῖς ἀντωνυμίαις Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 264C. - ἐπὶ στρατοῦ, ἀνθυποχωρῶ, [[αὖθις]] δὲ ἀνθυπῆγε Μαρδόνιος τοὺς Λακεδαιμονίους ἀνθαιρούμενος Ἀριστείδ. τόμ. 1, σ. 237, ἔκδ. Γ. Δινδορφ. (1829).
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἠνθυπῆγον;<br />accuser à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ὑπάγω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθυπάγω Medium diacritics: ἀνθυπάγω Low diacritics: ανθυπάγω Capitals: ΑΝΘΥΠΑΓΩ
Transliteration A: anthypágō Transliteration B: anthypagō Transliteration C: anthypago Beta Code: a)nqupa/gw

English (LSJ)

[ᾰγ],

   A bring to trial or indict in turn, Th.3.70.    2 rejoin, reply, A.D.Pron.53.21, al.:—Pass., τὸ-αγόμενον, -αχθησόμενον, Id.Synt.118.1, 121.22.    b substitute, ib.12.9, etc.    3 lead under in turn, αἰχμαλώτους ὑπὸ τὸ ζυγόν D.C.Fr.36.22; but in Med., bring over, τινὰς ἐς εὔνοιαν ib.35.10.    4 withdraw in turn, ἀνθυπῆγε Μαρδόνιος Aristid.1.146J.

German (Pape)

[Seite 235] sc. ἐς δίκην, dagegen anklagen, Thuc. 3, 70. Bei Apoll. pron. 276 b = ein Wort dem andern entgegenstellen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυπάγω: [ᾰ], καταγγέλλω καὶ ἐγὼ τὸ δικαστήριον τὸν ὑπαγαγόντα με εἰς δίκην καὶ ἀποτυχόντα, Θουκ. 3. 70. 2) ἀναφέρω, ὑπάγω, τὰ ἄρθρα ἀνθυπάγεται ταῖς ἀντωνυμίαις Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 264C. - ἐπὶ στρατοῦ, ἀνθυποχωρῶ, αὖθις δὲ ἀνθυπῆγε Μαρδόνιος τοὺς Λακεδαιμονίους ἀνθαιρούμενος Ἀριστείδ. τόμ. 1, σ. 237, ἔκδ. Γ. Δινδορφ. (1829).

French (Bailly abrégé)

impf. ἠνθυπῆγον;
accuser à son tour.
Étymologie: ἀντί, ὑπάγω.