ἀνέξοιστος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνέξοιστος''': -ον, = [[ἀνέκφορος]], ὃν δὲν πρέπει νὰ ἐξενέγκῃ, νὰ φανερώσῃ, ἀλλ’ ἐκεῖνό γε δοκῶ μήτ’ ἄρρητον [[εἶναι]] μήτ’ ἀνέξοιστον πρὸς ἑτέρους Πλούτ. 2. 728D, Σέξτ. Ἐμπ. Μ 7. 82. | |lstext='''ἀνέξοιστος''': -ον, = [[ἀνέκφορος]], ὃν δὲν πρέπει νὰ ἐξενέγκῃ, νὰ φανερώσῃ, ἀλλ’ ἐκεῖνό γε δοκῶ μήτ’ ἄρρητον [[εἶναι]] μήτ’ ἀνέξοιστον πρὸς ἑτέρους Πλούτ. 2. 728D, Σέξτ. Ἐμπ. Μ 7. 82. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne doit pas divulguer.<br />'''Étymologie:''' ἀ, ἐξοίσομαι, v. [[ἐκφέρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be expressed, ineffable, ib.728d, Gorg.(?)ap.S.E.M.7.82, Jul.Or.5.158d.
German (Pape)
[Seite 224] nicht herauszubringen, Plut. Symp. 8, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέξοιστος: -ον, = ἀνέκφορος, ὃν δὲν πρέπει νὰ ἐξενέγκῃ, νὰ φανερώσῃ, ἀλλ’ ἐκεῖνό γε δοκῶ μήτ’ ἄρρητον εἶναι μήτ’ ἀνέξοιστον πρὸς ἑτέρους Πλούτ. 2. 728D, Σέξτ. Ἐμπ. Μ 7. 82.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne doit pas divulguer.
Étymologie: ἀ, ἐξοίσομαι, v. ἐκφέρω.