ἀνιστόρητος: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνιστόρητος''': -ον, ὁ ἀγνοῶν τὴν ἱστορίαν, [[ἀμαθής]], [[ἀπαίδευτος]], μή γνωρίζων, [[ἀνιστόρητος]] περὶ τῶν κατὰ τὴν Λιβύην Πολύβ. 12. 3, 2· ἀθέατοι τῶν τοιούτων καὶ ἀνιστόρητοι Δ. Χρυσ. λόγ. 12, τόμ. 1, σ. 404: - Ἐπίρρ., ἀνιστορήτως ἔχειν τινὸς Πλουτ. Δημήτρ. 1. ΙΙ. μὴ μνημονευόμενος ἐν τῇ ἱστορίᾳ, [[ἄγνωστος]], ὁ αὐτ. 2. 731C, 733Β, Ἀγαθαρχίδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 453. 37.
|lstext='''ἀνιστόρητος''': -ον, ὁ ἀγνοῶν τὴν ἱστορίαν, [[ἀμαθής]], [[ἀπαίδευτος]], μή γνωρίζων, [[ἀνιστόρητος]] περὶ τῶν κατὰ τὴν Λιβύην Πολύβ. 12. 3, 2· ἀθέατοι τῶν τοιούτων καὶ ἀνιστόρητοι Δ. Χρυσ. λόγ. 12, τόμ. 1, σ. 404: - Ἐπίρρ., ἀνιστορήτως ἔχειν τινὸς Πλουτ. Δημήτρ. 1. ΙΙ. μὴ μνημονευόμενος ἐν τῇ ἱστορίᾳ, [[ἄγνωστος]], ὁ αὐτ. 2. 731C, 733Β, Ἀγαθαρχίδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 453. 37.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non renseigné sur, gén. <i>ou</i> [[περί]] τινος sur qch;<br /><b>2</b> non mentionné dans l’histoire, inconnu.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἱστορέω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνιστόρητος Medium diacritics: ἀνιστόρητος Low diacritics: ανιστόρητος Capitals: ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: anistórētos Transliteration B: anistorētos Transliteration C: anistoritos Beta Code: a)nisto/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A ignorant of history, uninformed, περί τινος Plb.12.3.2; τινός Phld.Rh.1.188S., Arr.Epict.1.6.23, cf. D. Chr.12.59. Adv. -τως, ἔχειν τινός Plu.Demetr.1.    II uninvestigated, Ph.Bel.78.36; unrecorded, Phld.Mus.p.28K., Plu.2.731c; χώρα, ἰδέαι ὀρνέων, Agatharch.58,84.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιστόρητος: -ον, ὁ ἀγνοῶν τὴν ἱστορίαν, ἀμαθής, ἀπαίδευτος, μή γνωρίζων, ἀνιστόρητος περὶ τῶν κατὰ τὴν Λιβύην Πολύβ. 12. 3, 2· ἀθέατοι τῶν τοιούτων καὶ ἀνιστόρητοι Δ. Χρυσ. λόγ. 12, τόμ. 1, σ. 404: - Ἐπίρρ., ἀνιστορήτως ἔχειν τινὸς Πλουτ. Δημήτρ. 1. ΙΙ. μὴ μνημονευόμενος ἐν τῇ ἱστορίᾳ, ἄγνωστος, ὁ αὐτ. 2. 731C, 733Β, Ἀγαθαρχίδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 453. 37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non renseigné sur, gén. ou περί τινος sur qch;
2 non mentionné dans l’histoire, inconnu.
Étymologie: ἀ, ἱστορέω.