ἀντανακλάω: Difference between revisions

From LSJ

δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare

Source
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντανακλάω''': ὡς καὶ νῦν, ἀντανακλῶ, φῶς Πλούτ. 2. 696Α: - Παθ., [[αὐτόθι]] 903Α· ἀντανακλᾶται ἀκτὶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 82· ὀφθαλμοὶ ἀλλήλοις ἀντανακλώμενοι Ἀχιλ. Τάπ. 1. 9. 2) ἐπὶ ἤχου, ἀντανακλῶμαι, άντηχῶ, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ιζ΄ 19). 3) παρὰ Γραμμ., [[σχῆμα]] ἀντανακλώμενον, ὡς: σῴζω ἐμαυτόν, «ἀντανακλώμενον ἐκλήθη ἀπὸ τῆς μεταφορᾶς τῶν εἰς αὐτὰ ἀντανακλωμένων σωμάτων, καθ’ ὃ ἀναφέρεταί τι εἰς ἑαυτό», Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. σ. 175, πρβλ. προηγ.
|lstext='''ἀντανακλάω''': ὡς καὶ νῦν, ἀντανακλῶ, φῶς Πλούτ. 2. 696Α: - Παθ., [[αὐτόθι]] 903Α· ἀντανακλᾶται ἀκτὶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 82· ὀφθαλμοὶ ἀλλήλοις ἀντανακλώμενοι Ἀχιλ. Τάπ. 1. 9. 2) ἐπὶ ἤχου, ἀντανακλῶμαι, άντηχῶ, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ιζ΄ 19). 3) παρὰ Γραμμ., [[σχῆμα]] ἀντανακλώμενον, ὡς: σῴζω ἐμαυτόν, «ἀντανακλώμενον ἐκλήθη ἀπὸ τῆς μεταφορᾶς τῶν εἰς αὐτὰ ἀντανακλωμένων σωμάτων, καθ’ ὃ ἀναφέρεταί τι εἰς ἑαυτό», Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. σ. 175, πρβλ. προηγ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />réfléchir, répercuter (la lumière).<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἀνακλάω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντανακλάω Medium diacritics: ἀντανακλάω Low diacritics: αντανακλάω Capitals: ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΩ
Transliteration A: antanakláō Transliteration B: antanaklaō Transliteration C: antanaklao Beta Code: a)ntanakla/w

English (LSJ)

   A reflect, φῶς v.l. in Plu.2.696a:—Pass., ἀντανακλᾶται ἀκτίς S.E.M.5.82; ὀφθαλμοὶ ἀλλήλοις ἀντανακλώμενοι reflected one in another, Ach.Tat.1.9.    2 of sound, in Pass., to be reflected or echoed, LXX Wi.17.19, Placit.4.20.2.    3 bend back, τὸν ἀγκῶνα Heliod. ap. Orib.49.13.8.    4 Gramm., in Pass., to be reflexive, of pronouns, A.D.Synt.175.12, cf.Pron.28.3, al.    5 cause to revert, in writing, εἴς τι πάλιν ἀ. τὸ πέρας CPHerm.18.11.

German (Pape)

[Seite 243] (s. κλάω), zurückbrechen. – Med., zurückprallen, vom Schalle; bei Gramm. sich zurückbeziehen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντανακλάω: ὡς καὶ νῦν, ἀντανακλῶ, φῶς Πλούτ. 2. 696Α: - Παθ., αὐτόθι 903Α· ἀντανακλᾶται ἀκτὶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 82· ὀφθαλμοὶ ἀλλήλοις ἀντανακλώμενοι Ἀχιλ. Τάπ. 1. 9. 2) ἐπὶ ἤχου, ἀντανακλῶμαι, άντηχῶ, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ιζ΄ 19). 3) παρὰ Γραμμ., σχῆμα ἀντανακλώμενον, ὡς: σῴζω ἐμαυτόν, «ἀντανακλώμενον ἐκλήθη ἀπὸ τῆς μεταφορᾶς τῶν εἰς αὐτὰ ἀντανακλωμένων σωμάτων, καθ’ ὃ ἀναφέρεταί τι εἰς ἑαυτό», Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. σ. 175, πρβλ. προηγ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
réfléchir, répercuter (la lumière).
Étymologie: ἀντί, ἀνακλάω.