στημορραγέω: Difference between revisions
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στημορρᾰγέω''': (√ΡΑΓ, [[ῥήγνυμι]]) ἀμεταβ., σχίζομαι εἰς τεμάχια, εἰς ῥάκη, στ. λακίδες ἐσθημάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 836. | |lstext='''στημορρᾰγέω''': (√ΡΑΓ, [[ῥήγνυμι]]) ἀμεταβ., σχίζομαι εἰς τεμάχια, εἰς ῥάκη, στ. λακίδες ἐσθημάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 836. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />se rompre, éclater <i>en parl. de la trame d’une étoffe</i>.<br />'''Étymologie:''' [[στήμων]], [[ῥήγνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
(ῥήγνυμι) intr.,
A to be torn to shreds, λακίδες σ. ἐσθημάτων A.Pers.836.
Greek (Liddell-Scott)
στημορρᾰγέω: (√ΡΑΓ, ῥήγνυμι) ἀμεταβ., σχίζομαι εἰς τεμάχια, εἰς ῥάκη, στ. λακίδες ἐσθημάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 836.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se rompre, éclater en parl. de la trame d’une étoffe.
Étymologie: στήμων, ῥήγνυμι.