ἀντιπαρέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιπαρέρχομαι''': ἀποθ., [[παρέρχομαι]] χωρὶς νὰ πλησιάσω, χωρὶς νὰ δώσω προσοχήν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν (ὁ ἱερεὺς τὸν ἡμιθανῆ ἄνθρωπον) ἀντιπαρῆλθεν, παρῆλθε χωρὶς νὰ τὸν βοηθήσῃ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 31· [[μετὰ]] αἰτ. τόπου, Ἀνθ. Π. 12. 8. ΙΙ. [[προσέρχομαι]] εἰς ἀντίληψιν, «τοὺς δὲ υἱούς σου οὐδὲ ἰοβόλων δρακόντων ἐνίκησαν ὀδόντες, τὸ [[ἔλεος]] γάρ σου ἀντιπαρῆλθε καὶ ἰάσατο αὐτούς», Ἑβδ. Σοφ. Σολ. ιϛ΄, 10.
|lstext='''ἀντιπαρέρχομαι''': ἀποθ., [[παρέρχομαι]] χωρὶς νὰ πλησιάσω, χωρὶς νὰ δώσω προσοχήν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν (ὁ ἱερεὺς τὸν ἡμιθανῆ ἄνθρωπον) ἀντιπαρῆλθεν, παρῆλθε χωρὶς νὰ τὸν βοηθήσῃ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 31· [[μετὰ]] αἰτ. τόπου, Ἀνθ. Π. 12. 8. ΙΙ. [[προσέρχομαι]] εἰς ἀντίληψιν, «τοὺς δὲ υἱούς σου οὐδὲ ἰοβόλων δρακόντων ἐνίκησαν ὀδόντες, τὸ [[ἔλεος]] γάρ σου ἀντιπαρῆλθε καὶ ἰάσατο αὐτούς», Ἑβδ. Σοφ. Σολ. ιϛ΄, 10.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> venir à la rencontre l’un de l’autre par deux routes différentes;<br /><b>2</b> venir au secours NT.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[παρέρχομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπαρέρχομαι Medium diacritics: ἀντιπαρέρχομαι Low diacritics: αντιπαρέρχομαι Capitals: ΑΝΤΙΠΑΡΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: antiparérchomai Transliteration B: antiparerchomai Transliteration C: antiparerchomai Beta Code: a)ntipare/rxomai

English (LSJ)

   A pass by on the opposite side, Ev.Luc.10.31: c. acc. loci, AP12.8 (Strat.).    II come up ana help, as against an enemy, LXX.Wi.16.10.    III enter in place of, Diog.Oen.29.    IV penetrate, Chrysipp.Stoic.2.248.

German (Pape)

[Seite 257] vorbeigehen, Strat. 7 (XII, 8).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπαρέρχομαι: ἀποθ., παρέρχομαι χωρὶς νὰ πλησιάσω, χωρὶς νὰ δώσω προσοχήν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν (ὁ ἱερεὺς τὸν ἡμιθανῆ ἄνθρωπον) ἀντιπαρῆλθεν, παρῆλθε χωρὶς νὰ τὸν βοηθήσῃ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 31· μετὰ αἰτ. τόπου, Ἀνθ. Π. 12. 8. ΙΙ. προσέρχομαι εἰς ἀντίληψιν, «τοὺς δὲ υἱούς σου οὐδὲ ἰοβόλων δρακόντων ἐνίκησαν ὀδόντες, τὸ ἔλεος γάρ σου ἀντιπαρῆλθε καὶ ἰάσατο αὐτούς», Ἑβδ. Σοφ. Σολ. ιϛ΄, 10.

French (Bailly abrégé)

1 venir à la rencontre l’un de l’autre par deux routes différentes;
2 venir au secours NT.
Étymologie: ἀντί, παρέρχομαι.