ἀντιχορηγέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιχορηγέω''': εἶμαι [[ἀντιχόρηγος]], δηλ. [[ἀντίπαλος]] [[χορηγός]], [[τυγχάνω]] [[ἀντιχόρηγος]] τραγῳδοῖς οὐ τύπτων τοὺς ἀντιχορηγοῦντας Ἀνδοκ. 34. 30· ἀντ. τινί, [[ἀνταγωνίζομαι]] [[πρός]] τινα ἐν τῇ χορηγίᾳ, Δημ. 534. 25. ΙΙ. χορηγῶ τι [[ἀπέναντι]] λαμβανομένου, ἀνταποδίδω, καὶ τοῖς τὰ [[σῖτα]] πέμπουσιν ἀντιχορηγεῖσθαι παρὰ τῶν ὁπλιτῶν τὴν ἀσφάλειαν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 2. 20, 8.
|lstext='''ἀντιχορηγέω''': εἶμαι [[ἀντιχόρηγος]], δηλ. [[ἀντίπαλος]] [[χορηγός]], [[τυγχάνω]] [[ἀντιχόρηγος]] τραγῳδοῖς οὐ τύπτων τοὺς ἀντιχορηγοῦντας Ἀνδοκ. 34. 30· ἀντ. τινί, [[ἀνταγωνίζομαι]] [[πρός]] τινα ἐν τῇ χορηγίᾳ, Δημ. 534. 25. ΙΙ. χορηγῶ τι [[ἀπέναντι]] λαμβανομένου, ἀνταποδίδω, καὶ τοῖς τὰ [[σῖτα]] πέμπουσιν ἀντιχορηγεῖσθαι παρὰ τῶν ὁπλιτῶν τὴν ἀσφάλειαν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 2. 20, 8.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être rival comme chorège;<br /><b>2</b> fournir en retour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντιχόρηγος]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιχορηγέω Medium diacritics: ἀντιχορηγέω Low diacritics: αντιχορηγέω Capitals: ΑΝΤΙΧΟΡΗΓΕΩ
Transliteration A: antichorēgéō Transliteration B: antichorēgeō Transliteration C: antichorigeo Beta Code: a)ntixorhge/w

English (LSJ)

   A to be a rival choragus, And.4.42; ἀ. τινί rival him in the choragia, D.21.62.    II furnish in return, J.BJ2.20.8 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιχορηγέω: εἶμαι ἀντιχόρηγος, δηλ. ἀντίπαλος χορηγός, τυγχάνω ἀντιχόρηγος τραγῳδοῖς οὐ τύπτων τοὺς ἀντιχορηγοῦντας Ἀνδοκ. 34. 30· ἀντ. τινί, ἀνταγωνίζομαι πρός τινα ἐν τῇ χορηγίᾳ, Δημ. 534. 25. ΙΙ. χορηγῶ τι ἀπέναντι λαμβανομένου, ἀνταποδίδω, καὶ τοῖς τὰ σῖτα πέμπουσιν ἀντιχορηγεῖσθαι παρὰ τῶν ὁπλιτῶν τὴν ἀσφάλειαν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 2. 20, 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être rival comme chorège;
2 fournir en retour.
Étymologie: ἀντιχόρηγος.