ἀντιδράω: Difference between revisions
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιδράω''': μέλλ. -δράσω (ᾱ), ἀντενεργῶ, ἀνταποδίσω τὰ ἴσα, παθὼν μὲν ἀντέδρων Σοφ. Ο. Κ. 247· πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 438, Ἀντιφῶντα 126. 12· ἀνθ’ ὧν πεπονθὼς ἠξίουν τάδ’ ἀντιδρᾶν Σοφ. Ο. Κ. 953· πρὸς τὰς πράξεις ἀντ. [[αὐτόθι]] 959. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ. ἀντιπληρώνω, ἀνταποδίδω πρᾶξιν, ἀντ. τινὰ κακῶς [[αὐτόθι]] 1191, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 49D· γενναῖα γὰρ παθόντες ὑμᾶς ἀντιδρᾶν ὀφείλομεν Εὐρ. Ἱκ. 1179. | |lstext='''ἀντιδράω''': μέλλ. -δράσω (ᾱ), ἀντενεργῶ, ἀνταποδίσω τὰ ἴσα, παθὼν μὲν ἀντέδρων Σοφ. Ο. Κ. 247· πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 438, Ἀντιφῶντα 126. 12· ἀνθ’ ὧν πεπονθὼς ἠξίουν τάδ’ ἀντιδρᾶν Σοφ. Ο. Κ. 953· πρὸς τὰς πράξεις ἀντ. [[αὐτόθι]] 959. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ. ἀντιπληρώνω, ἀνταποδίδω πρᾶξιν, ἀντ. τινὰ κακῶς [[αὐτόθι]] 1191, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 49D· γενναῖα γὰρ παθόντες ὑμᾶς ἀντιδρᾶν ὀφείλομεν Εὐρ. Ἱκ. 1179. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />faire à son tour : [[κακῶς]] τινα ἀντιδρᾶν SOPH rendre le mal pour le mal ; <i>abs.</i> ἀντιδρᾶν rendre le mal pour le mal, agir en représailles ; [[πρός]] [[τι]] en retour de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[δράω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
fut. -δράσω [ᾱ],
A act against, retaliate, παθὼν μὲν ἀντέδρων S.OC271, cf. 953, E.Andr.438, Antipho4.2.2, etc.; πρὸς τὰς πράξεις ἀ. S.OC 959:—Pass., Iamb.Myst.3.29. II c. acc. pers., repay, requite, ἀ. τινὰ κακῶς S.OC1191, cf. Pl.Cri.49d; γενναῖα γὰρ παθόντες ὑμᾶς ἀντιδρᾶν ὀφείλομεν E.Supp.1179.
German (Pape)
[Seite 251] dagegen thun, vergelten, Soph. O. C. 272; πρὸς τὰς πράξεις 963; κακῶς τινα, Einem zur Vergeltung Böses thun, 1193; γενναῖα ἀντιδρᾶν τινα Eur. Suppl. 1178; Antiph. II α 8; Plat. Crit. 49 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδράω: μέλλ. -δράσω (ᾱ), ἀντενεργῶ, ἀνταποδίσω τὰ ἴσα, παθὼν μὲν ἀντέδρων Σοφ. Ο. Κ. 247· πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 438, Ἀντιφῶντα 126. 12· ἀνθ’ ὧν πεπονθὼς ἠξίουν τάδ’ ἀντιδρᾶν Σοφ. Ο. Κ. 953· πρὸς τὰς πράξεις ἀντ. αὐτόθι 959. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ. ἀντιπληρώνω, ἀνταποδίδω πρᾶξιν, ἀντ. τινὰ κακῶς αὐτόθι 1191, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 49D· γενναῖα γὰρ παθόντες ὑμᾶς ἀντιδρᾶν ὀφείλομεν Εὐρ. Ἱκ. 1179.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire à son tour : κακῶς τινα ἀντιδρᾶν SOPH rendre le mal pour le mal ; abs. ἀντιδρᾶν rendre le mal pour le mal, agir en représailles ; πρός τι en retour de qch.
Étymologie: ἀντί, δράω.