πολύφωνος: Difference between revisions
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύφωνος''': -ον, ὁ ἔχων πολυφθόγγους φωνάς, ὄρνιθες Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 4, πρβλ. Πλούτ. 973C κτλ.· πολύφωνα κρώζειν Ἄρατ. 1002. 2) ὁ [[αἴτιος]] πολλῶν φωνῶν, πολλῶν λόγων, π. ὁ [[οἶνος]] Πλούτ. 2. 715Α, πρβλ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 4. 3) ὁ τὴν ἔκφρασιν [[ποικίλος]], ἐπὶ Ὁμήρου, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16, Στράβ. 149. ― Περὶ τοῦ ἐν Ἀλκμᾶνι 18, ἴδε ἐν λ. [[πολύφοινος]]. | |lstext='''πολύφωνος''': -ον, ὁ ἔχων πολυφθόγγους φωνάς, ὄρνιθες Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 4, πρβλ. Πλούτ. 973C κτλ.· πολύφωνα κρώζειν Ἄρατ. 1002. 2) ὁ [[αἴτιος]] πολλῶν φωνῶν, πολλῶν λόγων, π. ὁ [[οἶνος]] Πλούτ. 2. 715Α, πρβλ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 4. 3) ὁ τὴν ἔκφρασιν [[ποικίλος]], ἐπὶ Ὁμήρου, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16, Στράβ. 149. ― Περὶ τοῦ ἐν Ἀλκμᾶνι 18, ἴδε ἐν λ. [[πολύφοινος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a beaucoup de sons;<br /><b>2</b> qui parle beaucoup, bavard.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φωνή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A having many tones, ὄρνιθες Arist.PA660a34; κίττα Plu.2.973c, etc.: neut. pl. as Adv., πολύφωνα κρῶξαι Arat.1002. 2 having many voices, Βοιωτία ἕνεκα χρηστηρίων π. οὖσα Plu.2.411e; loquacious, talkative, π. ὁ οἶνος ib.715a, cf. Luc.Hist.Conscr.4. 3 manifold in expression, of Homer, D.H.Comp.16 (Sup.), Str.3.2.12; τὸ π., of Plato, Stob.2.7.3f; of Hyperides, -ότερος [τοῦ Δημοσθένους] Longin. 34.1.
German (Pape)
[Seite 676] vielstimmig, viel Töne hervorbringend; von den Vögeln, Arist. part. anim. 2, 17; Sp., wie D. Hal. u. D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
πολύφωνος: -ον, ὁ ἔχων πολυφθόγγους φωνάς, ὄρνιθες Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 4, πρβλ. Πλούτ. 973C κτλ.· πολύφωνα κρώζειν Ἄρατ. 1002. 2) ὁ αἴτιος πολλῶν φωνῶν, πολλῶν λόγων, π. ὁ οἶνος Πλούτ. 2. 715Α, πρβλ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 4. 3) ὁ τὴν ἔκφρασιν ποικίλος, ἐπὶ Ὁμήρου, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16, Στράβ. 149. ― Περὶ τοῦ ἐν Ἀλκμᾶνι 18, ἴδε ἐν λ. πολύφοινος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a beaucoup de sons;
2 qui parle beaucoup, bavard.
Étymologie: πολύς, φωνή.