παιωνίζω: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
(6_4) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παιωνίζω''': ᾄδω παιᾶνα, ἢ ἐπινίκιον ὕμνον, Ἡρόδ. 5. 1, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1318, Θουκ. 4. 43, κλ.· π. ἐπὶ ταῖς τῶν Ἑλλήνων συμφοραῖς Δημ. 321. 17· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ᾄδω ἐν θριάμβῳ, ὀλολυγμὸν [[ἱρόν]].. παιάνισον (διάφορ. γραφὴ παιώνισον) Αἰσχύλ. Θήβ. 268· ὁ [[τύπος]] εἰς ᾱ ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀξιόχ. 364Ι, καὶ (ἐπὶ τῆς [[μετὰ]] τὸ [[δεῖπνον]] ᾠδῆς) ἐν Ξεν. Συμπ. 2, 1· - Παθ., Ὑπερσ. ἐπεπαιώνιστο αὐτοῖς, εἶχε ψαλῆ ὑπ’ αὐτῶν ὁ παιάν, Θουκ. 1. 50. ΙΙ τιμῶ τινα διὰ παιάνων, τὸν θάνατον μόνοι ἀνθρώπων παιανίζονται (Μέσ.) Φιλοστρ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 328. 18. - Παθ., τιμῶμαι διὰ παιάνων, οὐδὲ παιωνίζεται (δηλ. ὁ [[θάνατος]]) Ἀσχύλ. Ἀποσπ. 156. | |lstext='''παιωνίζω''': ᾄδω παιᾶνα, ἢ ἐπινίκιον ὕμνον, Ἡρόδ. 5. 1, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1318, Θουκ. 4. 43, κλ.· π. ἐπὶ ταῖς τῶν Ἑλλήνων συμφοραῖς Δημ. 321. 17· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ᾄδω ἐν θριάμβῳ, ὀλολυγμὸν [[ἱρόν]].. παιάνισον (διάφορ. γραφὴ παιώνισον) Αἰσχύλ. Θήβ. 268· ὁ [[τύπος]] εἰς ᾱ ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀξιόχ. 364Ι, καὶ (ἐπὶ τῆς [[μετὰ]] τὸ [[δεῖπνον]] ᾠδῆς) ἐν Ξεν. Συμπ. 2, 1· - Παθ., Ὑπερσ. ἐπεπαιώνιστο αὐτοῖς, εἶχε ψαλῆ ὑπ’ αὐτῶν ὁ παιάν, Θουκ. 1. 50. ΙΙ τιμῶ τινα διὰ παιάνων, τὸν θάνατον μόνοι ἀνθρώπων παιανίζονται (Μέσ.) Φιλοστρ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 328. 18. - Παθ., τιμῶμαι διὰ παιάνων, οὐδὲ παιωνίζεται (δηλ. ὁ [[θάνατος]]) Ἀσχύλ. Ἀποσπ. 156. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[παιανίζω]].<br />'''Étymologie:''' παιών. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
A chant the paean or song of victory, SIG57.8, al. (Milet., v B. C.), GDIiv p.884 (Erythrae), Hdt.5.1, Ar.Eq.1318, Pax555, Th. 1.50 (Pass.), X.An.6.1.5, D.C.43.37, etc.; π. ἐπὶ ταῖς τῶν Ἑλλήνων συμφοραῖς D.18.287: c. acc. cogn., sing in triumph, ὀλολυγμὸν ἱρὸν . . παιώνισον A.Th.268 (v.l. παιάνισον). II honour with paeans, τὸν θάνατον μόνοι ἀνθρώπων παιωνίζονται (Med.) Philostr.VA5.4:— Pass., οὐδὲ παιωνίζεται (sc. ὁ Θάνατος) A.Fr.161.3. (The Att. and Ion. form παιων- is found in most codd. of ll. cc. and of Th.2.91, 4.43,al.; παιαν- in X.Smp.2.1, Pl.Ax.365b, Plb.3.43.8.)
German (Pape)
[Seite 444] = παιανίζω; Her. 5, 1; Ar. Equ. 1323 ἐπὶ καιναῖσιν δ' εὐτυχίαισιν παιωνίζειν τὸ θέατρον; bei Thuc. 2, 91 u. sonst v. l. für παιανίζω. – Das pass. παιωνίζεται Aesch. frg. 147; ἐπεπαιώνιστο αὐτοῖς ὡς ἐς ἐπίπλουν Thuc. 1, 50. Vgl. Iac. Ach. Tat. p. 582.
Greek (Liddell-Scott)
παιωνίζω: ᾄδω παιᾶνα, ἢ ἐπινίκιον ὕμνον, Ἡρόδ. 5. 1, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1318, Θουκ. 4. 43, κλ.· π. ἐπὶ ταῖς τῶν Ἑλλήνων συμφοραῖς Δημ. 321. 17· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ᾄδω ἐν θριάμβῳ, ὀλολυγμὸν ἱρόν.. παιάνισον (διάφορ. γραφὴ παιώνισον) Αἰσχύλ. Θήβ. 268· ὁ τύπος εἰς ᾱ ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀξιόχ. 364Ι, καὶ (ἐπὶ τῆς μετὰ τὸ δεῖπνον ᾠδῆς) ἐν Ξεν. Συμπ. 2, 1· - Παθ., Ὑπερσ. ἐπεπαιώνιστο αὐτοῖς, εἶχε ψαλῆ ὑπ’ αὐτῶν ὁ παιάν, Θουκ. 1. 50. ΙΙ τιμῶ τινα διὰ παιάνων, τὸν θάνατον μόνοι ἀνθρώπων παιανίζονται (Μέσ.) Φιλοστρ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 328. 18. - Παθ., τιμῶμαι διὰ παιάνων, οὐδὲ παιωνίζεται (δηλ. ὁ θάνατος) Ἀσχύλ. Ἀποσπ. 156.
French (Bailly abrégé)
v. παιανίζω.
Étymologie: παιών.