ἀντεράω: Difference between revisions
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντεράω''': ἀνταγαπῶ, τῶν ἀντερώντων ἱμέρῳ πεπληγμένοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 544· ἐρῶν... ἀντερᾶται Ξεν. Συμπ. 8.3, πρβλ. Βίωνος 8. 1· ἀντερᾶν τινος Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 5· ἀντερᾶσθαι ὑπό τινος Πλουτ. Δίων 16. ΙΙ. εἶμαι [[ἀντεραστής]], τινὶ Πλούτ. 2. 932D· ἀντ. τινί τινος, καὶ μὴν ἐρῶντί γ’ ἀντερᾷς ἵππων ἐμοὶ Εὐρ. Ρῆσ. 184: ἀπολ., τὸ ἀντερᾶν, ἡ [[ἀντιζηλία]] ἐν τῷ ἔρωτι, Πλουτ. Λυκοῦργ. 18. | |lstext='''ἀντεράω''': ἀνταγαπῶ, τῶν ἀντερώντων ἱμέρῳ πεπληγμένοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 544· ἐρῶν... ἀντερᾶται Ξεν. Συμπ. 8.3, πρβλ. Βίωνος 8. 1· ἀντερᾶν τινος Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 5· ἀντερᾶσθαι ὑπό τινος Πλουτ. Δίων 16. ΙΙ. εἶμαι [[ἀντεραστής]], τινὶ Πλούτ. 2. 932D· ἀντ. τινί τινος, καὶ μὴν ἐρῶντί γ’ ἀντερᾷς ἵππων ἐμοὶ Εὐρ. Ρῆσ. 184: ἀπολ., τὸ ἀντερᾶν, ἡ [[ἀντιζηλία]] ἐν τῷ ἔρωτι, Πλουτ. Λυκοῦργ. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> rendre amour pour amour;<br /><b>2</b> être rival en amour : τινι de qqn ; <i>abs.</i> τὸ ἀντερᾶν PLUT la rivalité en amour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐράω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
A love in return, τῶν ἀντερώντων ίμέρῳ πεπληγμένος A.Ag. 544; ἐρῶν ἀντερᾶται X.Smp.8.3, cf. Bion Fr.8.1; ἀντερᾶν τινός Luc. DMar.1.5; ἀντερᾶσθαι ὑπό τινος Plu.Dio16. II rival in love, τινί Id.2.972d; ἀ. τινί τινος rival one in love for .., E.Rh.184: abs., τὸ ἀντερᾶν jealous love, Plu.Lyc.18.
German (Pape)
[Seite 247] (s. ἐράω), 1) wieder lieben, οἱ ἀντερῶντες Aesch. Ag. 530; Sp., bes. im part. praes.; ἐρῶν αντερᾶται Xen. Symp. 8, 3. – 2) τινί τινος, Nebenbuhler sein, in der Liebe zu etwas, ἐρῶν τίγ' ἀντερᾷς ἵπ πων ἐμοί Eur. Rhes. 184; ἀντερασθῆναι τῇ. Σελήνῃ τοῦ Ἐνδυμίωνος Luc. Musc. Enc. 10; ὁ ἀντερῶν τινι, Jemandes Nebenbuhler, Plut. sol. an. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεράω: ἀνταγαπῶ, τῶν ἀντερώντων ἱμέρῳ πεπληγμένοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 544· ἐρῶν... ἀντερᾶται Ξεν. Συμπ. 8.3, πρβλ. Βίωνος 8. 1· ἀντερᾶν τινος Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 5· ἀντερᾶσθαι ὑπό τινος Πλουτ. Δίων 16. ΙΙ. εἶμαι ἀντεραστής, τινὶ Πλούτ. 2. 932D· ἀντ. τινί τινος, καὶ μὴν ἐρῶντί γ’ ἀντερᾷς ἵππων ἐμοὶ Εὐρ. Ρῆσ. 184: ἀπολ., τὸ ἀντερᾶν, ἡ ἀντιζηλία ἐν τῷ ἔρωτι, Πλουτ. Λυκοῦργ. 18.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 rendre amour pour amour;
2 être rival en amour : τινι de qqn ; abs. τὸ ἀντερᾶν PLUT la rivalité en amour.
Étymologie: ἀντί, ἐράω.