ἐγκράζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκράζω''': μέλλ. -κράξομαι: ― ἀόρ. ἐνέκρᾰγον: ― [[κράζω]] μεγαλοφώνως [[πρός]] τινα, ἰδίως [[μετὰ]] θυμοῦ, τινὶ Ἀριστ. Πλ. 428· ἐπί τινα Θουκ. 8. 84· φωνεῖν ὀξὺ καὶ ἐγκεκραγὸς Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 51.
|lstext='''ἐγκράζω''': μέλλ. -κράξομαι: ― ἀόρ. ἐνέκρᾰγον: ― [[κράζω]] μεγαλοφώνως [[πρός]] τινα, ἰδίως [[μετὰ]] θυμοῦ, τινὶ Ἀριστ. Πλ. 428· ἐπί τινα Θουκ. 8. 84· φωνεῖν ὀξὺ καὶ ἐγκεκραγὸς Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 51.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. ao.2</i> ἐνέκραγον &gt; <i>part.</i> [[ἐγκραγών]], <i>et pf.</i> ἐγκέκραγα;<br />crier contre : τινι, [[ἐπί]] τινα contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κράζω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκράζω Medium diacritics: ἐγκράζω Low diacritics: εγκράζω Capitals: ΕΓΚΡΑΖΩ
Transliteration A: enkrázō Transliteration B: enkrazō Transliteration C: egkrazo Beta Code: e)gkra/zw

English (LSJ)

aor. ἐνέκρᾰγον: pf. -κέκρᾱγα:—

   A to cry aloud at one, esp. in anger, τινί v.l. in Ar.Pl.428; ἐπί τινα v.l. in Th.8.84; φωνεῖν ὀξὺ καὶ ἐγκεκραγός Arist.Phgn.813b5.

German (Pape)

[Seite 709] (s. κράζω), auf Einen losschreien, τινί, Ar. Plut. 427 u. Sp.; ἐπί τινα, Thuc. 8, 84, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκράζω: μέλλ. -κράξομαι: ― ἀόρ. ἐνέκρᾰγον: ― κράζω μεγαλοφώνως πρός τινα, ἰδίως μετὰ θυμοῦ, τινὶ Ἀριστ. Πλ. 428· ἐπί τινα Θουκ. 8. 84· φωνεῖν ὀξὺ καὶ ἐγκεκραγὸς Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 51.

French (Bailly abrégé)

seul. ao.2 ἐνέκραγον > part. ἐγκραγών, et pf. ἐγκέκραγα;
crier contre : τινι, ἐπί τινα contre qqn.
Étymologie: ἐν, κράζω.