μασχαλιστήρ: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μασχαλιστήρ''': ῆρος, ὁ, ([[μασχάλη]]) εὐρὺς ἱμὰς περιζωννύων τὸν ἵππον ἀκριβῶς [[ὄπισθεν]] τῶν ὤμων [[αὐτοῦ]] καὶ προσδενόμενος εἰς τὸν ζυγὸν διὰ τοῦ λεπάνδου, [[Πολυδ]]. Α΄, 147, Ἡσύχ. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ζώνη]], [[ζῶμα]], [[δεσμός]], [[ταινία]], Ἡρόδ. 1. 215, Αἰσχύλ. Πρ. 71 ([[ἔνθα]] ἴδε Blomf.)· ― [[ταινία]] τις ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ὑποκριταῖς ἐν ταῖς τραγῳδίαις, Μüller εἰς Εὐμ. § 32. | |lstext='''μασχαλιστήρ''': ῆρος, ὁ, ([[μασχάλη]]) εὐρὺς ἱμὰς περιζωννύων τὸν ἵππον ἀκριβῶς [[ὄπισθεν]] τῶν ὤμων [[αὐτοῦ]] καὶ προσδενόμενος εἰς τὸν ζυγὸν διὰ τοῦ λεπάνδου, [[Πολυδ]]. Α΄, 147, Ἡσύχ. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ζώνη]], [[ζῶμα]], [[δεσμός]], [[ταινία]], Ἡρόδ. 1. 215, Αἰσχύλ. Πρ. 71 ([[ἔνθα]] ἴδε Blomf.)· ― [[ταινία]] τις ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ὑποκριταῖς ἐν ταῖς τραγῳδίαις, Μüller εἰς Εὐμ. § 32. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />ceinture.<br />'''Étymologie:''' [[μασχαλίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A girth passing round the horse behind his shoulders and fastened to the yoke by the λέπαδνον, Poll. 1.147, Hsch. II generally, girth, band, A.Pr.71, Hdt.1.215; μ. ἔνλιθος CPR22.5 (ii A.D.). III second dorsal vertebra, Poll.2.178.
Greek (Liddell-Scott)
μασχαλιστήρ: ῆρος, ὁ, (μασχάλη) εὐρὺς ἱμὰς περιζωννύων τὸν ἵππον ἀκριβῶς ὄπισθεν τῶν ὤμων αὐτοῦ καὶ προσδενόμενος εἰς τὸν ζυγὸν διὰ τοῦ λεπάνδου, Πολυδ. Α΄, 147, Ἡσύχ. ΙΙ. καθόλου, ζώνη, ζῶμα, δεσμός, ταινία, Ἡρόδ. 1. 215, Αἰσχύλ. Πρ. 71 (ἔνθα ἴδε Blomf.)· ― ταινία τις ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ὑποκριταῖς ἐν ταῖς τραγῳδίαις, Μüller εἰς Εὐμ. § 32.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
ceinture.
Étymologie: μασχαλίζω.