γύλιος: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''γύλιος''': ἢ γυλιὸς (Α. Β. 228, Ε. Μ. 244), ὁ, [[εἶδος]] μακρᾶς καὶ στενῆς πήρας (στρατιωτικῆς), Ἀριστοφ. Ἀχ. 1097, Εἰρ. 527 ([[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ.), Κριτίας 25, Φιλήμ. Ἰατρ. 1 [[ὡσαύτως]] γύλιον, τὸ, Ζωναρ., κτλ.
|lstext='''γύλιος''': ἢ γυλιὸς (Α. Β. 228, Ε. Μ. 244), ὁ, [[εἶδος]] μακρᾶς καὶ στενῆς πήρας (στρατιωτικῆς), Ἀριστοφ. Ἀχ. 1097, Εἰρ. 527 ([[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ.), Κριτίας 25, Φιλήμ. Ἰατρ. 1 [[ὡσαύτως]] γύλιον, τὸ, Ζωναρ., κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />sac long et étroit où les soldats serraient certaines provisions de bouche.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. douteuse ; pê rapport avec [[γύαλον]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 508] ὁ, auch γυλιός accentuirt nach B. A. 228 (εἶδος πήρας στρατιωτικῆς, ἐν ᾡ ἦν σκόροδα καὶ κρόμμυα), der lange u. schmale, geflochtene (ἐπίμηκες καὶ στενόστομον) Tornister der Soldaten, Ar. Pax 519 Ach. 1062; neben στρωματεύς Alex. Ath. XI, 473 d. Bei Philem. Ath. VII, 231 a änderte Casaub. γυλίαν τιν' ἀργυρωμάτων in γύλιον, wie XI, 483 b aus Critias. Vgl. übrigens γαῦλος.

Greek (Liddell-Scott)

γύλιος: ἢ γυλιὸς (Α. Β. 228, Ε. Μ. 244), ὁ, εἶδος μακρᾶς καὶ στενῆς πήρας (στρατιωτικῆς), Ἀριστοφ. Ἀχ. 1097, Εἰρ. 527 (ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.), Κριτίας 25, Φιλήμ. Ἰατρ. 1 ὡσαύτως γύλιον, τὸ, Ζωναρ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sac long et étroit où les soldats serraient certaines provisions de bouche.
Étymologie: DELG étym. douteuse ; pê rapport avec γύαλον.