στερίσκω: Difference between revisions
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στερίσκω''': Ἀττ. [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[στερέω]], τινά τινος Θουκ. 2. 43, Διοδ., κλπ. - Παθ. [[μετὰ]] γεν., Εὐρ. Ἱκ. 1093, Ἀγάθων παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 6, Θουκ. 1. 73., 2. 49, Πλάτ., κλπ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 4. 159., 7. 162. | |lstext='''στερίσκω''': Ἀττ. [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[στερέω]], τινά τινος Θουκ. 2. 43, Διοδ., κλπ. - Παθ. [[μετὰ]] γεν., Εὐρ. Ἱκ. 1093, Ἀγάθων παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 6, Θουκ. 1. 73., 2. 49, Πλάτ., κλπ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 4. 159., 7. 162. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />priver, spolier ; <i>Pass.</i> être privé de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[στερέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
collat. pres. of
A στερέω, τινά τινος Th.2.43, Teles p.22 H., D.S.1.60, Gal.8.54; τὴν ψυχὴν ἀπό τινος LXX Ec.4.8:—Pass., c. gen., Hdt.4.159, [7.162], Th.1.73, 2.49, E.Supp.1093, Agatho 5, Pl.R. 413a, X.Cyr.7.5.62, Eq.Mag.8.8, Ages.11.5, Arist.HA487a18, al., BGU446.18 (ii A.D.), Gal.8.53.
German (Pape)
[Seite 937] Nebenform von στερέω; στερίσκειν, Thuc. 2, 43; gewöhnl. praes. pass.; Eur. Suppl. 1093; τῆς χώρης στερισκόμενοι, Her. 4, 159; 7, 162; Thuc. 1, 73. 4, 106 u. öfter; Xen. Cyr. 7, 5, 63; ἀληθοῦς δόξης στερίσκεσθαι, Plat. Rep. III, 413 a; u. sonst oft; im praes. bei den Attikern gebräuchlicher als στερέω.
Greek (Liddell-Scott)
στερίσκω: Ἀττ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ στερέω, τινά τινος Θουκ. 2. 43, Διοδ., κλπ. - Παθ. μετὰ γεν., Εὐρ. Ἱκ. 1093, Ἀγάθων παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 6, Θουκ. 1. 73., 2. 49, Πλάτ., κλπ.· ἀλλ’ ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 4. 159., 7. 162.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
priver, spolier ; Pass. être privé de, gén..
Étymologie: στερέω.