ἐκκομίζω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[κομίζω]] ἔξω, Ἡρόδ. 1. 34., 3. 24, κτλ.· [[κυρίως]] [[κομίζω]] εἰς τόπον ἀσφαλῆ, ὁ αὐτ. 1. 160., 3. 122· ἐκκομίσαι ἄνθρωπον ἐκ τοῦ μέλλοντος γενέσθαι (αὐτῷ) πρήγματος, σῶσαι ἄνθρωπον κτλ., ὁ αὐτ. 3. 43· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 8. 20, 32, Θουκ. 2. 78· ἐσεκομίσαντο καὶ ἐξεκομίσαντο ἃ ἐβούλοντο, ἐπὶ ἀνθρώπων ἄρτι ἀπαλλαγέντων ἐκ πολιορκίας, Θουκ. 1. 117. 2) ποιῶ ἐκφορὰν νεκροῦ, [[θάπτω]], Λατ. effere, Πολύβ. 35. 6, 2, Πλουτ. Κικ. 42 (ἐν τῷ παθ.), κτλ. 3) ἐκκ. σῖτον, ἐπὶ ἵππου, [[ῥίπτω]] τὴν τροφὴν ἔξω τῆς φάτνης, Ξεν. π. Ἱππ. 4, 2. ΙΙ. [[ὑπομένω]] τι [[μέχρι]] τέλους, τι Εὐρ. Ἀνδρ. 1269.
|lstext='''ἐκκομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[κομίζω]] ἔξω, Ἡρόδ. 1. 34., 3. 24, κτλ.· [[κυρίως]] [[κομίζω]] εἰς τόπον ἀσφαλῆ, ὁ αὐτ. 1. 160., 3. 122· ἐκκομίσαι ἄνθρωπον ἐκ τοῦ μέλλοντος γενέσθαι (αὐτῷ) πρήγματος, σῶσαι ἄνθρωπον κτλ., ὁ αὐτ. 3. 43· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 8. 20, 32, Θουκ. 2. 78· ἐσεκομίσαντο καὶ ἐξεκομίσαντο ἃ ἐβούλοντο, ἐπὶ ἀνθρώπων ἄρτι ἀπαλλαγέντων ἐκ πολιορκίας, Θουκ. 1. 117. 2) ποιῶ ἐκφορὰν νεκροῦ, [[θάπτω]], Λατ. effere, Πολύβ. 35. 6, 2, Πλουτ. Κικ. 42 (ἐν τῷ παθ.), κτλ. 3) ἐκκ. σῖτον, ἐπὶ ἵππου, [[ῥίπτω]] τὴν τροφὴν ἔξω τῆς φάτνης, Ξεν. π. Ἱππ. 4, 2. ΙΙ. [[ὑπομένω]] τι [[μέχρι]] τέλους, τι Εὐρ. Ἀνδρ. 1269.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> emporter, transporter, enlever, acc.;<br /><b>2</b> emporter hors de, soustraire à : ἔκ τινος <i>ou</i> τινός emporter hors de <i>ou</i> loin de qch ; <i>fig.</i> ἐκκ. τινὰ [[ἐκ]] [[τοῦ]] μέλλοντος γίνεσθαι πρήγματος HDT (il est impossible) de soustraire un homme à la chose qui doit arriver, <i>càd</i> à sa destinée ; <i>abs.</i> ἐμὲ ἐκκομίσας αὐτὸν καὶ χρήματα HDT m’ayant emmené moi et ma fortune;<br /><b>3</b> porter en terre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐκκομίζομαι emporter avec soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κομίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκομίζω Medium diacritics: ἐκκομίζω Low diacritics: εκκομίζω Capitals: ΕΚΚΟΜΙΖΩ
Transliteration A: ekkomízō Transliteration B: ekkomizō Transliteration C: ekkomizo Beta Code: e)kkomi/zw

English (LSJ)

   A carry or bring out, Hdt. 1.34, 3.24, E.Tr.294 ; esp. to a place of safety, Hdt.1.160, 3.122, Th. 2.6 ; ἐκκομίζειν τινὰ ἐκ τοῦ μέλλοντος γίνεσθαι πρήγματος to keep him out of trouble, Hdt.3.43 :—Med., Id.8.20, Th.2.78 ; ἐσεκομίσαντο καὶ ἐξεκομίσαντο ἃ ἐβούλοντο, of those relieved from a state of siege, Id.1.117 : abs., remove, ἐς τοὺς Λοκρούς Hdt.8.32.    2 esp. carry out a corpse, bury, Plb.35.6.2 (Pass.), Plu.Cic.42 (Pass.), etc.    3 ἐ. σῖτον, of a horse, throw the provender out of the manger, X.Eq.4.2.    4 carry home, ἄνδρας Id.An.6.6.36.    II endure to the end, τὸ πεπρωμένον E.Andr.1269.    III Med., receive what is due, λόγους, ὀψώνια, PLille 3.79 (iii B. C.), PSI4.436 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 764] 1) herausbringen, -führen; Eur. Tr. 294 u. öfter; fortbringen, Thuc. 2, 6 u. sonst. – Pass., ἐκκομισθῆναι ἐκ τοῦ πόντου Plat. Rep. X, 611 e; ἐκ τοῦ μέλλοντος γίνεσθαι πρήγματος, retten, Her. 3, 43. – Med., für sich davontragen, weg-, in Sicherheit bringen, Her. 8, 20; ἐς Ἀθήνας Thuc. 2, 78. – 2) eine Leiche herausbringen, bestatten, Pol. 35, 6, 2; Plut. Agis 21 u. Sp. – 3) herauswerfen, σῖτον, das Futter aus der Krippe, Xen. de re equ. 4, 2; vgl. Poll. 1, 209. – 4) zu Ende tragen, ertragen, τὸ πεπρωμένον Eur. Andr. 1269.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκομίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, κομίζω ἔξω, Ἡρόδ. 1. 34., 3. 24, κτλ.· κυρίως κομίζω εἰς τόπον ἀσφαλῆ, ὁ αὐτ. 1. 160., 3. 122· ἐκκομίσαι ἄνθρωπον ἐκ τοῦ μέλλοντος γενέσθαι (αὐτῷ) πρήγματος, σῶσαι ἄνθρωπον κτλ., ὁ αὐτ. 3. 43· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 8. 20, 32, Θουκ. 2. 78· ἐσεκομίσαντο καὶ ἐξεκομίσαντο ἃ ἐβούλοντο, ἐπὶ ἀνθρώπων ἄρτι ἀπαλλαγέντων ἐκ πολιορκίας, Θουκ. 1. 117. 2) ποιῶ ἐκφορὰν νεκροῦ, θάπτω, Λατ. effere, Πολύβ. 35. 6, 2, Πλουτ. Κικ. 42 (ἐν τῷ παθ.), κτλ. 3) ἐκκ. σῖτον, ἐπὶ ἵππου, ῥίπτω τὴν τροφὴν ἔξω τῆς φάτνης, Ξεν. π. Ἱππ. 4, 2. ΙΙ. ὑπομένω τι μέχρι τέλους, τι Εὐρ. Ἀνδρ. 1269.

French (Bailly abrégé)

1 emporter, transporter, enlever, acc.;
2 emporter hors de, soustraire à : ἔκ τινος ou τινός emporter hors de ou loin de qch ; fig. ἐκκ. τινὰ ἐκ τοῦ μέλλοντος γίνεσθαι πρήγματος HDT (il est impossible) de soustraire un homme à la chose qui doit arriver, càd à sa destinée ; abs. ἐμὲ ἐκκομίσας αὐτὸν καὶ χρήματα HDT m’ayant emmené moi et ma fortune;
3 porter en terre;
Moy. ἐκκομίζομαι emporter avec soi, acc..
Étymologie: ἐκ, κομίζω.