χαλιναγωγέω: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰλῑνᾰγωγέω''': τῷ χαλινῷ ἄγω, κυβερνῶ, χαλινώνω, [[ἀναχαιτίζω]], Λουκ. περὶ Ὀρχ. 70· τάς... τῶν ἡδονῶν ὀρέξεις, χαλιναγωγούσης (δηλ. τῆς ἡλικίας) ὁ αὐτ. ἐν Τυραννοκτ. 4· εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, [[οὗτος]] [[τέλειος]] [[ἀνήρ]], δυνατὸς χαλιναγωγῆσαι καὶ ὅλον τὸ [[σῶμα]] Ἐπιστ. Ἰακ. α΄, 26, γ΄, 2.
|lstext='''χᾰλῑνᾰγωγέω''': τῷ χαλινῷ ἄγω, κυβερνῶ, χαλινώνω, [[ἀναχαιτίζω]], Λουκ. περὶ Ὀρχ. 70· τάς... τῶν ἡδονῶν ὀρέξεις, χαλιναγωγούσης (δηλ. τῆς ἡλικίας) ὁ αὐτ. ἐν Τυραννοκτ. 4· εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, [[οὗτος]] [[τέλειος]] [[ἀνήρ]], δυνατὸς χαλιναγωγῆσαι καὶ ὅλον τὸ [[σῶμα]] Ἐπιστ. Ἰακ. α΄, 26, γ΄, 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />conduire avec le frein.<br />'''Étymologie:''' [[χαλιναγωγός]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰλῑνᾰγωγέω Medium diacritics: χαλιναγωγέω Low diacritics: χαλιναγωγέω Capitals: ΧΑΛΙΝΑΓΩΓΕΩ
Transliteration A: chalinagōgéō Transliteration B: chalinagōgeō Transliteration C: chalinagogeo Beta Code: xalinagwge/w

English (LSJ)

   A guide with or as with bit and bridle, γλῶσσαν, σῶμα, Ep.Jac.1.26, 3.2, cf. Luc.Salt.70, Tyr.4; ἄνθρωπον Vett.Val. 248.25, cf. Chor.32.139p.376 F.-R., Lib.Decl.3Intr.1.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλῑνᾰγωγέω: τῷ χαλινῷ ἄγω, κυβερνῶ, χαλινώνω, ἀναχαιτίζω, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 70· τάς... τῶν ἡδονῶν ὀρέξεις, χαλιναγωγούσης (δηλ. τῆς ἡλικίας) ὁ αὐτ. ἐν Τυραννοκτ. 4· εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ, δυνατὸς χαλιναγωγῆσαι καὶ ὅλον τὸ σῶμα Ἐπιστ. Ἰακ. α΄, 26, γ΄, 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
conduire avec le frein.
Étymologie: χαλιναγωγός.