χρυσίς: Difference between revisions

From LSJ

εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶνevery man in love is compliant

Source
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσίς''': -ίδος, ἡ, χρυσῆ [[φιάλη]], χρυσίδ’ οἴνου πανσέληνον ἐπιὼν ὑφείλετο Ἕρμιππος ἐν «Κέκρωψιν» 2, Φερεκράτης ἐν «Πέρσαις» 5, Ἀριστοφ. Ἀχ. 74, Εἰρήν. 425, Συλλ. Ἐπιγραφ. 140. 45, κ. ἀλλ.· [[λέξις]] τῶν Ἀττ., Ἀθήν. 502Α. ΙΙ. χρυσῆ [[ἐσθής]], χρυσοκέντητος [[στολή]], Λουκιαν. Νιγρῖν. 11· χρυσῆ [[κρηπίς]], [[σανδάλιον]] χρυσοκέντητον, ὁ αὐτ. ἐν Θεῶν Διαλ. 2. 2.
|lstext='''χρῡσίς''': -ίδος, ἡ, χρυσῆ [[φιάλη]], χρυσίδ’ οἴνου πανσέληνον ἐπιὼν ὑφείλετο Ἕρμιππος ἐν «Κέκρωψιν» 2, Φερεκράτης ἐν «Πέρσαις» 5, Ἀριστοφ. Ἀχ. 74, Εἰρήν. 425, Συλλ. Ἐπιγραφ. 140. 45, κ. ἀλλ.· [[λέξις]] τῶν Ἀττ., Ἀθήν. 502Α. ΙΙ. χρυσῆ [[ἐσθής]], χρυσοκέντητος [[στολή]], Λουκιαν. Νιγρῖν. 11· χρυσῆ [[κρηπίς]], [[σανδάλιον]] χρυσοκέντητον, ὁ αὐτ. ἐν Θεῶν Διαλ. 2. 2.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> vase d’or;<br /><b>2</b> vêtement brodé d’or;<br /><b>3</b> chaussure brodée d’or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσίς Medium diacritics: χρυσίς Low diacritics: χρυσίς Capitals: ΧΡΥΣΙΣ
Transliteration A: chrysís Transliteration B: chrysis Transliteration C: chrysis Beta Code: xrusi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A a vessel of gold, piece of gold plate, Hermipp.37 (troch.), Pherecr.128, Ar.Ach.74, Pax425, IG12.268.111, al.; χρυσίδων βότρυες Lib.Ep.22.3; an Att. word, Ath.11.502a.    II gold-broidered dress, Luc.Nigr.11: pl., gold-embroidered shoes, Id. D Deor.2.2.

German (Pape)

[Seite 1380] ίδος, ἡ, 1) goldenes Geräth, Gefäß, Geschirr, Ar. Ach. 74 Pax 417 u. A.; goldenes Kleid, χρυσίδας ἠμφιεσμένος Luc. Nigr. 11; goldener Schuh, D. D. 2, 2. – 2) als adj., = χρυσῖτις, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσίς: -ίδος, ἡ, χρυσῆ φιάλη, χρυσίδ’ οἴνου πανσέληνον ἐπιὼν ὑφείλετο Ἕρμιππος ἐν «Κέκρωψιν» 2, Φερεκράτης ἐν «Πέρσαις» 5, Ἀριστοφ. Ἀχ. 74, Εἰρήν. 425, Συλλ. Ἐπιγραφ. 140. 45, κ. ἀλλ.· λέξις τῶν Ἀττ., Ἀθήν. 502Α. ΙΙ. χρυσῆ ἐσθής, χρυσοκέντητος στολή, Λουκιαν. Νιγρῖν. 11· χρυσῆ κρηπίς, σανδάλιον χρυσοκέντητον, ὁ αὐτ. ἐν Θεῶν Διαλ. 2. 2.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 vase d’or;
2 vêtement brodé d’or;
3 chaussure brodée d’or.
Étymologie: χρυσός.