δρέπανον: Difference between revisions
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δρέπᾰνον''': τό, ([[δρέπω]]) = [[δρεπάνη]], δρ. εὐκαμπές, Ὀδ. Σ. 368· χαλκέοις ἀμᾶν δρ. Σοφ. Ἀποσπ. 479· ὁ [[συνήθης]] [[τύπος]] παρὰ πεζοῖς, Ἡροδ. 1. 125 καὶ Ἀττ.· [[ἐργαλεῖον]] θεριστικὸν ἐπικαμπές, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 30. 2) [[εἶδος]] ξίφους ἐπικαμποῦς, δρεπανοειδοῦς, «σπαθί», ἅρπη, Λατ. ensis falcatus, Ἡρόδ. 5. 112, 7. 93. | |lstext='''δρέπᾰνον''': τό, ([[δρέπω]]) = [[δρεπάνη]], δρ. εὐκαμπές, Ὀδ. Σ. 368· χαλκέοις ἀμᾶν δρ. Σοφ. Ἀποσπ. 479· ὁ [[συνήθης]] [[τύπος]] παρὰ πεζοῖς, Ἡροδ. 1. 125 καὶ Ἀττ.· [[ἐργαλεῖον]] θεριστικὸν ἐπικαμπές, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 30. 2) [[εἶδος]] ξίφους ἐπικαμποῦς, δρεπανοειδοῦς, «σπαθί», ἅρπη, Λατ. ensis falcatus, Ἡρόδ. 5. 112, 7. 93. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> la faux;<br /><b>2</b> sabre recourbé en forme de faux, cimeterre.<br />'''Étymologie:''' [[δρέπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, also δράπανον (q. v.), (δρέπω)
A = δρεπάνη, δ. εὐκαμπές Od.18.368; χαλκέοις ἤμα δ. S.Fr.534; the usual form in Prose and Com., Hdt.1.125, etc.; δ. θεριστικόν PMagd.8.6 (iii B. C.). 2 pruning-knife, Pl.R.333d. 3 scythe, X. Cyr.6.1.30. 4 curved sword, scimitar, Hdt.5.112, 7.93, Ar.Ra.576.
German (Pape)
[Seite 666] τό (δρέπω), in Prosa die gew. Form für δρεπάνη, obwohl Moeris letzteres für attisch erkl.; Homer einmal, Odyss. 18, 368 δρέπανον εὐκαμπές, zum Grasmähen; vgl. δρεπάνη ; – Hes. Th. 162; Her. 1, 125 u. Folgde. – Uebh. = krummes Schwert, = ἅρπη, Her. 5, 112 u. sonst; die krumme Spitze des δορυδρέπανον, Pol. 22, 10, 5.
Greek (Liddell-Scott)
δρέπᾰνον: τό, (δρέπω) = δρεπάνη, δρ. εὐκαμπές, Ὀδ. Σ. 368· χαλκέοις ἀμᾶν δρ. Σοφ. Ἀποσπ. 479· ὁ συνήθης τύπος παρὰ πεζοῖς, Ἡροδ. 1. 125 καὶ Ἀττ.· ἐργαλεῖον θεριστικὸν ἐπικαμπές, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 30. 2) εἶδος ξίφους ἐπικαμποῦς, δρεπανοειδοῦς, «σπαθί», ἅρπη, Λατ. ensis falcatus, Ἡρόδ. 5. 112, 7. 93.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 la faux;
2 sabre recourbé en forme de faux, cimeterre.
Étymologie: δρέπω.