διάβολος: Difference between revisions
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάβολος''': -ον, [[συκοφαντικός]], [[διαβολικός]], [[ὄπισθεν]] ἢ κρυφίως κατηγορῶν τινα, [[γραῦς]] Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 485· διαβολώτατος Ἀριστοφ. Ἱππ. 45· διάβολόν τι, aliquid invidiae, Ἀνδοκ. 22. 38. 2) ὡς οὐσιαστικόν, ὁ [[συκοφάντης]], Πίνδ. Ἀποσπ. 270, Ἀριστ. Τοπ. 4. 5, 9 καὶ 11· ἰδίως ὁ κατ’ ἐξοχὴν [[συκοφάντης]], ὁ Διάβολος, Ν. Δ. 3) ἐπίρρ. -λως, ἐπὶ διαβολῇ, συκοφαντικῶς, Θουκ. 6. 15. | |lstext='''διάβολος''': -ον, [[συκοφαντικός]], [[διαβολικός]], [[ὄπισθεν]] ἢ κρυφίως κατηγορῶν τινα, [[γραῦς]] Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 485· διαβολώτατος Ἀριστοφ. Ἱππ. 45· διάβολόν τι, aliquid invidiae, Ἀνδοκ. 22. 38. 2) ὡς οὐσιαστικόν, ὁ [[συκοφάντης]], Πίνδ. Ἀποσπ. 270, Ἀριστ. Τοπ. 4. 5, 9 καὶ 11· ἰδίως ὁ κατ’ ἐξοχὴν [[συκοφάντης]], ὁ Διάβολος, Ν. Δ. 3) ἐπίρρ. -λως, ἐπὶ διαβολῇ, συκοφαντικῶς, Θουκ. 6. 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>litt.</i> qui désunit, qui inspire la haine <i>ou</i> l’envie ; τὸ διάβολον PLUT la médisance, la calomnie.<br />'''Étymologie:''' [[διαβάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A slanderous, backbiting, γραῦς Men.878, cf. Phld.Lib.p.24O.: Sup. -ώτατος Ar.Eq.45; διάβολόν τι, aliquid invidiae, And.2.24; τὸ δ. Plu.2.61d. II Subst., slanderer, Pi. Fr.297, Arist.Top.126a31, Ath.11.508d; enemy, LXX Es.7.4, 8.1: hence, = Sâtân, ib.1Chr.21.1; the Devil, Ev.Matt.4.1, etc. III Adv. -λως injuriously, invidiously, Th.6.15; χρῆσθαί τινι Procop. Arc.2.
Greek (Liddell-Scott)
διάβολος: -ον, συκοφαντικός, διαβολικός, ὄπισθεν ἢ κρυφίως κατηγορῶν τινα, γραῦς Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 485· διαβολώτατος Ἀριστοφ. Ἱππ. 45· διάβολόν τι, aliquid invidiae, Ἀνδοκ. 22. 38. 2) ὡς οὐσιαστικόν, ὁ συκοφάντης, Πίνδ. Ἀποσπ. 270, Ἀριστ. Τοπ. 4. 5, 9 καὶ 11· ἰδίως ὁ κατ’ ἐξοχὴν συκοφάντης, ὁ Διάβολος, Ν. Δ. 3) ἐπίρρ. -λως, ἐπὶ διαβολῇ, συκοφαντικῶς, Θουκ. 6. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
litt. qui désunit, qui inspire la haine ou l’envie ; τὸ διάβολον PLUT la médisance, la calomnie.
Étymologie: διαβάλλω.