περονάω: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περονάω''': ([[περόνη]]) διατρυπῶ, κεντῶ, δουρὶ [[μέσον]] περόνησε Ἰλ. Η. 145, Ν. 397· π. [[μέσον]] τὸν βραχίονα Διον. Ἁλ. 6. 11· τὰς χεῖρας πεπερονημέναι Κέλσος παρ’ Ὠριγέν. 1. 429C 2) Μέσ., ἀμφὶ δ’ ἄρα χλαῖναν περονήσατο, «πόρπῃ συνέλαβεν, ἐνεπορπώσατο» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 133, Ξ. 180, Θεόκρ, 14. 66.
|lstext='''περονάω''': ([[περόνη]]) διατρυπῶ, κεντῶ, δουρὶ [[μέσον]] περόνησε Ἰλ. Η. 145, Ν. 397· π. [[μέσον]] τὸν βραχίονα Διον. Ἁλ. 6. 11· τὰς χεῖρας πεπερονημέναι Κέλσος παρ’ Ὠριγέν. 1. 429C 2) Μέσ., ἀμφὶ δ’ ἄρα χλαῖναν περονήσατο, «πόρπῃ συνέλαβεν, ἐνεπορπώσατο» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 133, Ξ. 180, Θεόκρ, 14. 66.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />percer avec une pointe, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> περονάομαι-ῶμαι agrafer sur soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περόνη]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περονάω Medium diacritics: περονάω Low diacritics: περονάω Capitals: ΠΕΡΟΝΑΩ
Transliteration A: peronáō Transliteration B: peronaō Transliteration C: peronao Beta Code: perona/w

English (LSJ)

   A pierce, transfix, δουρὶ μέσον περόνησε Il.7.145, 13.397; π. μέσον τὸν βραχίονα D.H.6.11; ἔδειξε . . τὰς χεῖρας ὡς ἦσαν πεπερονημέναι Cels. ap. Origenes Cels.2.55.    2 Med., buckle on one's mantle, one's robe, χλαῖναν περονήσατο, ἑανὸν περονᾶτο, Il.10.133, 14.180; λῶπος περονᾶσθαι Theoc.14.66, cf. A.R. 1.722.

German (Pape)

[Seite 602] durchstechen, durchbohren, δουρὶ μέσον περόνησε, Il. 7, 145. 13, 397. – Im med. ein Kleid mit der Spange durchstechen, um es sich am Leibe über den Schultern zu befestigen, ἀμφὶ δ' ἄρα χλαῖναν περονήσατο, Il. 10, 133, vgl. 14, 180; einzeln bei sp. D., wie Theocr. 14, 66.

Greek (Liddell-Scott)

περονάω: (περόνη) διατρυπῶ, κεντῶ, δουρὶ μέσον περόνησε Ἰλ. Η. 145, Ν. 397· π. μέσον τὸν βραχίονα Διον. Ἁλ. 6. 11· τὰς χεῖρας πεπερονημέναι Κέλσος παρ’ Ὠριγέν. 1. 429C 2) Μέσ., ἀμφὶ δ’ ἄρα χλαῖναν περονήσατο, «πόρπῃ συνέλαβεν, ἐνεπορπώσατο» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 133, Ξ. 180, Θεόκρ, 14. 66.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
percer avec une pointe, acc.;
Moy. περονάομαι-ῶμαι agrafer sur soi, acc..
Étymologie: περόνη.