προσεπικτάομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσεπικτάομαι''': ἀποθ., ἐπικτῶμαι [[προσέτι]], τιμὴν Ἀριστ. Ρητορ. 1. 9, 31· πρ. Λυδοῖσί [τινας], προσθέτω [τινὰς] εἰς τὸ Λυδικὸν [[βασίλειον]], Ἡρόδ. 1. 29. | |lstext='''προσεπικτάομαι''': ἀποθ., ἐπικτῶμαι [[προσέτι]], τιμὴν Ἀριστ. Ρητορ. 1. 9, 31· πρ. Λυδοῖσί [τινας], προσθέτω [τινὰς] εἰς τὸ Λυδικὸν [[βασίλειον]], Ἡρόδ. 1. 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br />acquérir en outre, acc. : τισί τινας des peuples <i>ou</i> des pays qui s’ajoutent à d’autres.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐπικτάομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
A gain, acquire besides, τιμήν Arist.Rh.1367b14, cf. PGrenf.1.21.3 (ii B.C.), J.AJ15.6.7; π. Λυδοῖσί [τινας] add them to the Lydian realm, Hdt.1.29.
German (Pape)
[Seite 761] (s. κτάομαι), noch dazu erwerben, Her. 1, 29; Arist. rhet. 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπικτάομαι: ἀποθ., ἐπικτῶμαι προσέτι, τιμὴν Ἀριστ. Ρητορ. 1. 9, 31· πρ. Λυδοῖσί [τινας], προσθέτω [τινὰς] εἰς τὸ Λυδικὸν βασίλειον, Ἡρόδ. 1. 29.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
acquérir en outre, acc. : τισί τινας des peuples ou des pays qui s’ajoutent à d’autres.
Étymologie: πρός, ἐπικτάομαι.