ἐπικτάομαι

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικτάομαι Medium diacritics: ἐπικτάομαι Low diacritics: επικτάομαι Capitals: ΕΠΙΚΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: epiktáomai Transliteration B: epiktaomai Transliteration C: epiktaomai Beta Code: e)pikta/omai

English (LSJ)

gain or win besides, φίλους A.Eu.901; πατρίοισι νόμοισι ἄλλον οὐδένα ἐπικτῶνται Hdt.2.79; ἐ. ἀρχήν extend one's empire, Th.1.144; ἐ. τὰ μὴ προσήκοντα Id.4.61; τριήρεις κέκτησθε πολλὰς καὶ πάτριον ὑμῖν ἐστι ναυτικὸν ἐπικτᾶσθαι add to those you have, X.HG 7.1.3; τόνδ' ἐ. σύμμαχον as an ally, A.Eu.671; ξυμμάρτυρας ὔμμ' ἐ. S.Ant.846 (lyr.); acquire additional property, PGiss.108.3 (ii B.C.), etc.:—late in Pass., Agath.1.2, Just.Nov.123.4.

German (Pape)

[Seite 954] sich dazu erwerben; σύμμαχον, φίλους, Aesch. Eum. 641. 861; ξυμμάρτυρας ὔμμ' ἐπικτῶμαι Soph. Ant. 839, ich nehme euch zu Zeugen; πατρίοισι χρεώμενοι νόμοισι ἄλλον οὐδένα ἐπικτέωνται Her. 2, 79; ἢ παρέλαβες ἢ ἐπεκτήσω Plat. Rep. I, 330 a; τριήρεις κέκτησθε πολλάς, καὶ πάτριον ἡμῖν ἐστι ναυτικὸν ἐπικτᾶσθαι Xen. Hell. 7, 1, 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
1 se procurer en sus, acquérir en outre, acc. ; agrandir, augmenter : ἀρχήν THC son empire;
2 se procurer, acquérir, acc..
Étymologie: ἐπί, κτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικτάομαι:
1 (дополнительно) приобретать, (к тому, что уже есть) присоединять (φίλους Aesch.; ἄλλον νόμον Her.): ἐ. τὰ μὴ προσήκοντα Thuc. присоединить (к своему достоянию) чужое; τινὰ ξυμμάρτυρα ἐ. Soph. брать (себе) кого-л. в свидетели;
2 расширять, увеличивать (ἀρχήν Thuc.; πάτριον ναυτικόν Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικτάομαι: Ἀποθ., κτῶμαι προσέτι ἢ ἐπὶ πλέον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 901˙ ἄλλον οὐδένα νόμον ἐπικτέονται (Ἰων.) Ἡρόδ. 2. 79˙ ἐπικτῶμαι ἀρχήν, ἐκτείνω τὸ κράτος μου, Θουκ. 1. 144˙ ἐπ. τὰ μὴ προσήκοντα ὁ αὐτ. 4. 61˙ τριήρεις κέκτησθε πολλὰς καὶ πάτριον ἡμῖν ἐστιν ἐπικτᾶσθαι, νὰ προσθέτητε ὅσας ἔχετε καὶ ἑτέρας, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 3˙ τόνδ’ ἐπ. σύμμαχον, ὡς σύμμαχον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 671˙ ξυμμάρτηρας ὑμᾶς ἐπ. Σοφ. Ἀντ. 846.

Greek Monotonic

ἐπικτάομαι: μέλ. -κτήσομαι, αποθ., αποκτώ ή κερδίζω επιπλέον, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.

Middle Liddell

fut. -κτήσομαι
Dep. to gain or win besides, Hdt., Aesch., etc.