κλώζω: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλώζω''': μέλλ. κλώξω, ὡς τὸ Λατ. glocio, ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν ποιοῦσιν οἱ κολοιοί, ὡς τὸ [[κρώζω]] ἐπὶ τῶν κοράκων, Κλήμ. Ἀλεξ. 82, [[Πολυδ]]. Ε΄, 89· πρβλ. [[κλώσσω]]. ΙΙ. [[ἐκβάλλω]] ὅμοιον ἦχον εἰς [[σημεῖον]] ἀποδοκιμασίας, [[συρίττω]], Δημ. (ἴδε ἐν λέξ. [[συρίζω]]), Ἀλκίφρ. 3. 71· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστείδ. 2. 403, Συνέσ. 106C, Φώτ., κτλ. ― Πρβλ. [[κλωγμός]].
|lstext='''κλώζω''': μέλλ. κλώξω, ὡς τὸ Λατ. glocio, ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν ποιοῦσιν οἱ κολοιοί, ὡς τὸ [[κρώζω]] ἐπὶ τῶν κοράκων, Κλήμ. Ἀλεξ. 82, [[Πολυδ]]. Ε΄, 89· πρβλ. [[κλώσσω]]. ΙΙ. [[ἐκβάλλω]] ὅμοιον ἦχον εἰς [[σημεῖον]] ἀποδοκιμασίας, [[συρίττω]], Δημ. (ἴδε ἐν λέξ. [[συρίζω]]), Ἀλκίφρ. 3. 71· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστείδ. 2. 403, Συνέσ. 106C, Φώτ., κτλ. ― Πρβλ. [[κλωγμός]].
}}
{{bailly
|btext=<i>prés. et impf.</i> ἔκλωζον;<br />huer.<br />'''Étymologie:''' R. Κλωγ, crier.
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλώζω Medium diacritics: κλώζω Low diacritics: κλώζω Capitals: ΚΛΩΖΩ
Transliteration A: klṓzō Transliteration B: klōzō Transliteration C: klozo Beta Code: klw/zw

English (LSJ)

of the sound made by jackdaws, as κρώζω of crows, Poll. 5.89.    II make a similar sound in token of disapprobation, hoot, D.21.226, Alciphr.3.71, Phot.:—Pass., Aristid.Or.34(50).7, etc.; cf. κλώσσω.

German (Pape)

[Seite 1458] fut. κλώξω, glucken, eigtl. von den Dohlen, κολοιοί, Poll. 5, 89, u. von den Hennen (bei Suid. κλώσσω). – Mit der Zunge schnalzen, durch Anschlagen der Zunge an den Gaumen einen Ton hervorbringen, womit man z. B. Pferde zum Laufen antreibt; die Alten gaben dadurch ihr Mißfallen mit Schauspielern u. Rednern zu erkennen, VLL.; καὶ συρίττειν Dem. 21, 226, wie Alciphr. 3, 71.

Greek (Liddell-Scott)

κλώζω: μέλλ. κλώξω, ὡς τὸ Λατ. glocio, ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν ποιοῦσιν οἱ κολοιοί, ὡς τὸ κρώζω ἐπὶ τῶν κοράκων, Κλήμ. Ἀλεξ. 82, Πολυδ. Ε΄, 89· πρβλ. κλώσσω. ΙΙ. ἐκβάλλω ὅμοιον ἦχον εἰς σημεῖον ἀποδοκιμασίας, συρίττω, Δημ. (ἴδε ἐν λέξ. συρίζω), Ἀλκίφρ. 3. 71· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστείδ. 2. 403, Συνέσ. 106C, Φώτ., κτλ. ― Πρβλ. κλωγμός.

French (Bailly abrégé)

prés. et impf. ἔκλωζον;
huer.
Étymologie: R. Κλωγ, crier.