χρησμῳδός: Difference between revisions

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρησμῳδός''': -όν, (ᾠδὴ) [[κυρίως]] ᾄδων χρησμοὺς ἢ διδοὺς χρησμοὺς ἐν στίχοις· ἀκολούθως [[καθόλου]], ὁ προφητεύων, [[προφητικός]], χρ. [[παρθένος]], ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1199· ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5039. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[χρησμολόγος]], [[γόης]], Πλάτ. Ἀπολ. 22C, Ἴων 534C, κ. ἀλλ.
|lstext='''χρησμῳδός''': -όν, (ᾠδὴ) [[κυρίως]] ᾄδων χρησμοὺς ἢ διδοὺς χρησμοὺς ἐν στίχοις· ἀκολούθως [[καθόλου]], ὁ προφητεύων, [[προφητικός]], χρ. [[παρθένος]], ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1199· ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5039. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[χρησμολόγος]], [[γόης]], Πλάτ. Ἀπολ. 22C, Ἴων 534C, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui rend <i>litt.</i> qui chante des oracles ; ὁ [[χρησμῳδός]] devin, prophète.<br />'''Étymologie:''' [[χρησμός]], [[ᾄδω]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρησμῳδός Medium diacritics: χρησμῳδός Low diacritics: χρησμωδός Capitals: ΧΡΗΣΜΩΔΟΣ
Transliteration A: chrēsmōidós Transliteration B: chrēsmōdos Transliteration C: chrismodos Beta Code: xrhsmw|do/s

English (LSJ)

όν, (ᾠδή) prop.

   A chanting oracles, or delivering them in verse; then, generally, prophesying, prophetic, χ. παρθένος, of the Sphinx, S.OT1200 (lyr.); epith. of Apollo, Epigr.Gr.1023.2 (Nubia).    2 oracular, φάτις S.Fr.573.    II as Subst., soothsayer, oracle-monger, Pl.Ap.22c, Ion534d, al.

German (Pape)

[Seite 1375] Orakel singend, Orakel in Versen u. mit Gesang ertheilend; von der Sphinx gesagt Soph. O. R. 1199; übh. weissagend, prophezeihend; ὁ χρησμῳδός, der Wahrsager, Prophet; καὶ θεομάντεις Plat. Apol. 22 c; Ion 534 c.

Greek (Liddell-Scott)

χρησμῳδός: -όν, (ᾠδὴ) κυρίως ᾄδων χρησμοὺς ἢ διδοὺς χρησμοὺς ἐν στίχοις· ἀκολούθως καθόλου, ὁ προφητεύων, προφητικός, χρ. παρθένος, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1199· ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5039. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., χρησμολόγος, γόης, Πλάτ. Ἀπολ. 22C, Ἴων 534C, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui rend litt. qui chante des oracles ; ὁ χρησμῳδός devin, prophète.
Étymologie: χρησμός, ᾄδω.