κατακεράννυμι: Difference between revisions
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακεράννῡμι''': (ἀνα)μιγνύω, [[οἶνον]] κατακεραννύμενον καλῇ ὑδροποσίᾳ Πλούτ. 2. 132D· [[ὡσαύτως]] -ύω, [[Πολυδ]]. Ι΄ 149. -Μέσ., μέλλ.-κεράσομαι Εὐμάθ. 4. 25. -Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 28. 1, 3. | |lstext='''κατακεράννῡμι''': (ἀνα)μιγνύω, [[οἶνον]] κατακεραννύμενον καλῇ ὑδροποσίᾳ Πλούτ. 2. 132D· [[ὡσαύτως]] -ύω, [[Πολυδ]]. Ι΄ 149. -Μέσ., μέλλ.-κεράσομαι Εὐμάθ. 4. 25. -Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 28. 1, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=mélanger.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κεράννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
A mix, temper, in Pass., Arist.Pr.949a38, Sor.1.53, Plu.2.132d:—Act., dilute, weaken, δριμύτητα Dsc.5.11; cf. κατακίρνημι:— also κατακεραννύω, Poll.10.149.
German (Pape)
[Seite 1352] (s. κεράννυμι), vermischen; Wein, Plut. de san. tu. p. 396, im part. praes. pass.; κατακεραννύουσι τὸν σίδηρον Poll. 10, 149.
Greek (Liddell-Scott)
κατακεράννῡμι: (ἀνα)μιγνύω, οἶνον κατακεραννύμενον καλῇ ὑδροποσίᾳ Πλούτ. 2. 132D· ὡσαύτως -ύω, Πολυδ. Ι΄ 149. -Μέσ., μέλλ.-κεράσομαι Εὐμάθ. 4. 25. -Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 28. 1, 3.